Λεξισκόπιο: νικάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νι-κά-ω

Μορφολογία

νικάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικώ & νικάω προφ. νικάμε & νικούμε
Βνικάςνικάτε
Γνικά & νικάει προφ. νικούν & νικάν προφ. & νικάνε προφ. & νικούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνίκα προφ. & νίκαγε προφ. νικάτε
Ενεστώτας-Μετοχήνικώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανίκησανικήσαμε
Βνίκησεςνικήσατε
Γνίκησενίκησαν & νικήσαν προφ. & νικήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικήσωνικήσουμε & νικήσομε διαλ.
Βνικήσειςνικήσετε
Γνικήσεινικήσουν & νικήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνίκησε & νίκα προφ. νικήσετε & νικήστε
Αόριστος-Απαρέμφατονικήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικούσα & νίκαγα προφ. νικούσαμε & νικάγαμε προφ.
Βνικούσες & νίκαγες προφ. νικούσατε & νικάγατε προφ.
Γνικούσε & νίκαγε προφ. νικούσαν & νίκαγαν προφ. & νικάγαν προφ. & νικάγανε προφ. & νικούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικιέμαινικιόμαστε
Βνικιέσαινικιέστε & νικιόσαστε προφ.
Γνικιέταινικιούνται & νικιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βνικιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήνικώμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικήθηκανικηθήκαμε
Βνικήθηκεςνικηθήκατε
Γνικήθηκενικήθηκαν & νικηθήκαν προφ. & νικηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικηθώνικηθούμε
Βνικηθείςνικηθείτε
Γνικηθείνικηθούν & νικηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνικήσουνικηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατονικηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανικιόμουν & νικιόμουνα προφ. νικιόμασταν & νικιόμαστε
Βνικιόσουν & νικιόσουνα προφ. νικιόσασταν & νικιόσαστε προφ.
Γνικιόταν & νικιότανε προφ. νικιούνταν & νικιόνταν & νικιόντανε προφ. & νικιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήνικημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

νικάω ρήμ.

  1. Σκερδίζω2: Σε νικάω στο τρέξιμο. Ανικιέμαι, ηττώμαι λόγ.
  2. Σεπικρατώ1, υπερισχύω: νίκησαν σε μάχη
  3. Συπερνικώ, ξεπερνάω2, κατανικώ2: Κατάφερε να νικήσει το πάθος του.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.