Λεξισκόπιο: νεαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νε-α-ρός

Μορφολογία

νεαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονεαρόςοινεαροί
Γενικήτουνεαρούτωννεαρών
Αιτιατικήτονεαρότουςνεαρούς
Κλητική νεαρέ νεαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνεαρή & νεαρά λόγ. οινεαρές
Γενικήτηςνεαρής & νεαράς λόγ. τωννεαρών
Αιτιατικήτηνεαρή & νεαρά λόγ. τιςνεαρές
Κλητική νεαρή & νεαρά λόγ.  νεαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονεαρότανεαρά
Γενικήτουνεαρούτωννεαρών
Αιτιατικήτονεαρότανεαρά
Κλητική νεαρό νεαρά

νεαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονεαρότεροςοινεαρότεροι
Γενικήτουνεαρότερουτωννεαρότερων
Αιτιατικήτονεαρότεροτουςνεαρότερους
Κλητική νεαρότερε νεαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνεαρότερηοινεαρότερες
Γενικήτηςνεαρότερηςτωννεαρότερων
Αιτιατικήτηνεαρότερητιςνεαρότερες
Κλητική νεαρότερη νεαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονεαρότεροτανεαρότερα
Γενικήτουνεαρότερουτωννεαρότερων
Αιτιατικήτονεαρότεροτανεαρότερα
Κλητική νεαρότερο νεαρότερα

νεαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονεαρότατοςοινεαρότατοι
Γενικήτουνεαρότατουτωννεαρότατων
Αιτιατικήτονεαρότατοτουςνεαρότατους
Κλητική νεαρότατε νεαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνεαρότατηοινεαρότατες
Γενικήτηςνεαρότατηςτωννεαρότατων
Αιτιατικήτηνεαρότατητιςνεαρότατες
Κλητική νεαρότατη νεαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονεαρότατοτανεαρότατα
Γενικήτουνεαρότατουτωννεαρότατων
Αιτιατικήτονεαρότατοτανεαρότατα
Κλητική νεαρότατο νεαρότατα

νεαρός ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονεαρόςοινεαροί
Γενικήτουνεαρούτωννεαρών
Αιτιατικήτονεαρότουςνεαρούς
Κλητική νεαρέ νεαροί

νεαρή ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνεαρή & νεαρά λόγ. οινεαρές
Γενικήτηςνεαρής & νεαράς λόγ. τωννεαρών
Αιτιατικήτηνεαρή & νεαρά λόγ. τιςνεαρές
Κλητική νεαρή & νεαρά λόγ.  νεαρές

Συνώνυμα - Αντίθετα

νεαρός ουσ.

Σνέος1 Αγέρος1


νεαρός επίθ.

  1. Σνέος1: νεαρός άντρας Αηλικιωμένος
  2. Σνεοσύστατος λόγ.: νεαρές δημοκρατίες

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.