Λεξισκόπιο: μουγγαίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μουγ-γαί-νω

Μορφολογία

μουγγαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγαίνωμουγγαίνουμε & μουγγαίνομε διαλ.
Βμουγγαίνειςμουγγαίνετε
Γμουγγαίνειμουγγαίνουν & μουγγαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμούγγαινεμουγγαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμουγγαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμούγγαναμουγγάναμε
Βμούγγανεςμουγγάνατε
Γμούγγανεμούγγαναν & μουγγάναν προφ. & μουγγάνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγάνωμουγγάνουμε & μουγγάνομε διαλ.
Βμουγγάνειςμουγγάνετε
Γμουγγάνειμουγγάνουν & μουγγάνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμούγγανεμουγγάνετε
Αόριστος-Απαρέμφατομουγγάνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμούγγαιναμουγγαίναμε
Βμούγγαινεςμουγγαίνατε
Γμούγγαινεμούγγαιναν & μουγγαίναν προφ. & μουγγαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγαίνομαιμουγγαινόμαστε
Βμουγγαίνεσαιμουγγαίνεστε & μουγγαινόσαστε προφ.
Γμουγγαίνεταιμουγγαίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμουγγαίνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγάθηκαμουγγαθήκαμε
Βμουγγάθηκεςμουγγαθήκατε
Γμουγγάθηκεμουγγάθηκαν & μουγγαθήκαν προφ. & μουγγαθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγαθώμουγγαθούμε
Βμουγγαθείςμουγγαθείτε
Γμουγγαθείμουγγαθούν & μουγγαθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμουγγαθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομουγγαθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμουγγαινόμουν & μουγγαινόμουνα προφ. μουγγαινόμασταν & μουγγαινόμαστε
Βμουγγαινόσουν & μουγγαινόσουνα προφ. μουγγαινόσασταν & μουγγαινόσαστε προφ.
Γμουγγαινόταν & μουγγαινότανε προφ. μουγγαίνονταν & μουγγαινόντανε προφ. & μουγγαινόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμουγγαμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μουγγαίνω ρήμ.

Σβουβαίνω1 προφ.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.