Λεξισκόπιο: μοιράζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μοι-ρά-ζω

Μορφολογία

μοιράζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιράζωμοιράζουμε & μοιράζομε διαλ.
Βμοιράζειςμοιράζετε
Γμοιράζειμοιράζουν & μοιράζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμοίραζεμοιράζετε
Ενεστώτας-Μετοχήμοιράζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοίρασαμοιράσαμε
Βμοίρασεςμοιράσατε
Γμοίρασεμοίρασαν & μοιράσαν προφ. & μοιράσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιράσωμοιράσουμε & μοιράσομε διαλ.
Βμοιράσειςμοιράσετε
Γμοιράσειμοιράσουν & μοιράσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμοίρασεμοιράστε
Αόριστος-Απαρέμφατομοιράσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοίραζαμοιράζαμε
Βμοίραζεςμοιράζατε
Γμοίραζεμοίραζαν & μοιράζαν προφ. & μοιράζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιράζομαιμοιραζόμαστε
Βμοιράζεσαιμοιράζεστε & μοιραζόσαστε προφ.
Γμοιράζεταιμοιράζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμοιράζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήμοιραζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιράστηκα & μοιράσθηκα λόγ. μοιραστήκαμε & μοιρασθήκαμε λόγ.
Βμοιράστηκες & μοιράσθηκες λόγ. μοιραστήκατε & μοιρασθήκατε λόγ.
Γμοιράστηκε & μοιράσθηκε λόγ. μοιράστηκαν & μοιράσθηκαν λόγ. & μοιραστήκαν προφ. & μοιραστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιραστώ & μοιρασθώ λόγ. μοιραστούμε & μοιρασθούμε λόγ.
Βμοιραστείς & μοιρασθείς λόγ. μοιραστείτε & μοιρασθείτε λόγ.
Γμοιραστεί & μοιρασθεί λόγ. μοιραστούν & μοιρασθούν λόγ. & μοιρασθούνε λόγ. & μοιραστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμοιράσουμοιραστείτε & μοιρασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατομοιραστεί & μοιρασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμοιραζόμουν & μοιραζόμουνα προφ. μοιραζόμασταν & μοιραζόμαστε
Βμοιραζόσουν & μοιραζόσουνα προφ. μοιραζόσασταν & μοιραζόσαστε προφ.
Γμοιραζόταν & μοιραζότανε προφ. μοιράζονταν & μοιραζόντανε προφ. & μοιραζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμοιρασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μοιράζω ρήμ.

  1. Σχωρίζω2, διαιρώ1: Μοίρασε τη σοκολάτα στα δυο.
  2. Σδιανέμω λόγ., διαμοιράζω λόγ.: Έκοψε τη βασιλόπιτα και μοίρασε τα κομμάτια στους παρευρισκόμενους.
  3. Σσκορπίζω: Μοιράζει υποσχέσεις.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.