Λεξισκόπιο: κοροϊδεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κο-ροϊ-δεύ-ω

Μορφολογία

κοροϊδεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδεύωκοροϊδεύουμε & κοροϊδεύομε διαλ.
Βκοροϊδεύειςκοροϊδεύετε
Γκοροϊδεύεικοροϊδεύουν & κοροϊδεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκορόιδευεκοροϊδεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήκοροϊδεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακορόιδεψακοροϊδέψαμε
Βκορόιδεψεςκοροϊδέψατε
Γκορόιδεψεκορόιδεψαν & κοροϊδέψαν προφ. & κοροϊδέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδέψωκοροϊδέψουμε & κοροϊδέψομε διαλ.
Βκοροϊδέψειςκοροϊδέψετε
Γκοροϊδέψεικοροϊδέψουν & κοροϊδέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκορόιδεψεκοροϊδέψτε & κοροϊδεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκοροϊδέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακορόιδευακοροϊδεύαμε
Βκορόιδευεςκοροϊδεύατε
Γκορόιδευεκορόιδευαν & κοροϊδεύαν προφ. & κοροϊδεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδεύομαικοροϊδευόμαστε
Βκοροϊδεύεσαικοροϊδεύεστε & κοροϊδευόσαστε προφ.
Γκοροϊδεύεταικοροϊδεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκοροϊδεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκοροϊδευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδεύτηκακοροϊδευτήκαμε
Βκοροϊδεύτηκεςκοροϊδευτήκατε
Γκοροϊδεύτηκεκοροϊδεύτηκαν & κοροϊδευτήκαν προφ. & κοροϊδευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδευτώκοροϊδευτούμε
Βκοροϊδευτείςκοροϊδευτείτε
Γκοροϊδευτείκοροϊδευτούν & κοροϊδευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκοροϊδέψουκοροϊδευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκοροϊδευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοροϊδευόμουν & κοροϊδευόμουνα προφ. κοροϊδευόμασταν & κοροϊδευόμαστε
Βκοροϊδευόσουν & κοροϊδευόσουνα προφ. κοροϊδευόσασταν & κοροϊδευόσαστε προφ.
Γκοροϊδευόταν & κοροϊδευότανε προφ. κοροϊδεύονταν & κοροϊδευόντανε προφ. & κοροϊδευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκοροϊδεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κοροϊδεύω ρήμ.

  1. Σπεριπαίζω, περιγελάω, δουλεύω5 προφ.
  2. Σεξαπατώ, ξεγελάω, πιάνω κορόιδο

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.