Λεξισκόπιο: κολυμπάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κο-λυ-μπά-ω

Μορφολογία

κολυμπάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολυμπώ & κολυμπάω προφ. κολυμπάμε & κολυμπούμε
Βκολυμπάςκολυμπάτε
Γκολυμπά & κολυμπάει προφ. κολυμπούν & κολυμπάν προφ. & κολυμπάνε προφ. & κολυμπούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκολύμπα προφ. & κολύμπαγε προφ. κολυμπάτε
Ενεστώτας-Μετοχήκολυμπώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολύμπησακολυμπήσαμε
Βκολύμπησεςκολυμπήσατε
Γκολύμπησεκολύμπησαν & κολυμπήσαν προφ. & κολυμπήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολυμπήσωκολυμπήσουμε & κολυμπήσομε διαλ.
Βκολυμπήσειςκολυμπήσετε
Γκολυμπήσεικολυμπήσουν & κολυμπήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκολύμπησε & κολύμπα προφ. κολυμπήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκολυμπήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολυμπούσα & κολύμπαγα προφ. κολυμπούσαμε & κολυμπάγαμε προφ.
Βκολυμπούσες & κολύμπαγες προφ. κολυμπούσατε & κολυμπάγατε προφ.
Γκολυμπούσε & κολύμπαγε προφ. κολυμπούσαν & κολυμπάγαν προφ. & κολυμπάγανε προφ. & κολυμπούσανε προφ. & κολύμπαγαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

κολυμπάω ρήμ.

  1. Σ: κάνω κολύμπι
  2. Σπλέω3: Θα κολυμπάει μέσα σε τόσο μεγάλα παπούτσια!

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.