Λεξισκόπιο: κερδίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κερ-δί-ζω

Μορφολογία

κερδίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδίζωκερδίζουμε & κερδίζομε διαλ.
Βκερδίζειςκερδίζετε
Γκερδίζεικερδίζουν & κερδίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκέρδιζεκερδίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκερδίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακέρδισακερδίσαμε
Βκέρδισεςκερδίσατε
Γκέρδισεκέρδισαν & κερδίσαν προφ. & κερδίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδίσωκερδίσουμε & κερδίσομε διαλ.
Βκερδίσειςκερδίσετε
Γκερδίσεικερδίσουν & κερδίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκέρδισεκερδίσετε & κερδίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκερδίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακέρδιζακερδίζαμε
Βκέρδιζεςκερδίζατε
Γκέρδιζεκέρδιζαν & κερδίζαν προφ. & κερδίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδίζομαικερδιζόμαστε
Βκερδίζεσαικερδίζεστε & κερδιζόσαστε προφ.
Γκερδίζεταικερδίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκερδίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκερδιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδήθηκακερδηθήκαμε
Βκερδήθηκεςκερδηθήκατε
Γκερδήθηκεκερδήθηκαν & κερδηθήκαν προφ. & κερδηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδηθώκερδηθούμε
Βκερδηθείςκερδηθείτε
Γκερδηθείκερδηθούν & κερδηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκερδίσουκερδηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκερδηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακερδιζόμουν & κερδιζόμουνα προφ. κερδιζόμασταν & κερδιζόμαστε
Βκερδιζόσουν & κερδιζόσουνα προφ. κερδιζόσασταν & κερδιζόσαστε προφ.
Γκερδιζόταν & κερδιζότανε προφ. κερδίζονταν & κερδιζόντανε προφ. & κερδιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκερδισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κερδίζω ρήμ.

  1. Σαποκομίζω, προσπορίζομαι λόγ., οικονομάω προφ.: Κερδίζω αρκετά χρήματα από την εργασία μου.
  2. Σνικάω1: Με κέρδισε στα χαρτιά. Αχάνω2
  3. Σκατακτώ2: Είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της.
  4. Σπλεονεκτώ, υπερτερώ, υπερέχω: Κερδίζει σε χαρακτήρα. Αμειονεκτώ
  5.  προφ. Σαναδεικνύομαι: Κερδίζει πολύ μ' αυτό το κουστούμι.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.