Λεξισκόπιο: κεντρώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κε-ντρώ-νω

Μορφολογία

κεντρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρώνωκεντρώνουμε & κεντρώνομε διαλ.
Βκεντρώνειςκεντρώνετε
Γκεντρώνεικεντρώνουν & κεντρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκέντρωνεκεντρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήκεντρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακέντρωσακεντρώσαμε
Βκέντρωσεςκεντρώσατε
Γκέντρωσεκέντρωσαν & κεντρώσαν προφ. & κεντρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρώσωκεντρώσουμε & κεντρώσομε διαλ.
Βκεντρώσειςκεντρώσετε
Γκεντρώσεικεντρώσουν & κεντρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκέντρωσεκεντρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκεντρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακέντρωνακεντρώναμε
Βκέντρωνεςκεντρώνατε
Γκέντρωνεκέντρωναν & κεντρώναν προφ. & κεντρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρώνομαικεντρωνόμαστε
Βκεντρώνεσαικεντρώνεστε & κεντρωνόσαστε προφ.
Γκεντρώνεταικεντρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκεντρώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρώθηκακεντρωθήκαμε
Βκεντρώθηκεςκεντρωθήκατε
Γκεντρώθηκεκεντρώθηκαν & κεντρωθήκαν προφ. & κεντρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρωθώκεντρωθούμε
Βκεντρωθείςκεντρωθείτε
Γκεντρωθείκεντρωθούν & κεντρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκεντρώσουκεντρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκεντρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακεντρωνόμουν & κεντρωνόμουνα προφ. κεντρωνόμασταν & κεντρωνόμαστε
Βκεντρωνόσουν & κεντρωνόσουνα προφ. κεντρωνόσασταν & κεντρωνόσαστε προφ.
Γκεντρωνόταν & κεντρωνότανε προφ. κεντρώνονταν & κεντρωνόντανε προφ. & κεντρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκεντρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κεντρώνω ρήμ. λαϊκ.

Σμπολιάζω, εμβολιάζω2: Θα κεντρώσω τις αγραπιδιές.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.