Λεξισκόπιο: κατεβάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τε-βά-ζω

Μορφολογία

κατεβάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεβάζωκατεβάζουμε & κατεβάζομε διαλ.
Βκατεβάζειςκατεβάζετε
Γκατεβάζεικατεβάζουν & κατεβάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατέβαζεκατεβάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκατεβάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατέβασακατεβάσαμε
Βκατέβασεςκατεβάσατε
Γκατέβασεκατέβασαν & κατεβάσαν προφ. & κατεβάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατεβάσωκατεβάσουμε & κατεβάσομε διαλ.
Βκατεβάσειςκατεβάσετε
Γκατεβάσεικατεβάσουν & κατεβάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατέβασεκατεβάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκατεβάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατέβαζακατεβάζαμε
Βκατέβαζεςκατεβάζατε
Γκατέβαζεκατέβαζαν & κατεβάζαν προφ. & κατεβάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήκατεβασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κατεβάζω ρήμ.

  1. Σχαμηλώνω1: Κατεβάστε τα χέρια. Ασηκώνω2, ανεβάζω1
  2. Σφέρνω κάτω, πάω κάτω: Κατέβασε τα σκουπίδια.
  3. Σξεκρεμάω: Θα κατεβάσω τις κουρτίνες να τις πλύνω. Ακρεμάω1
  4. Σκαταπίνω1: Κατεβάζουν τα σφηνάκια το ένα μετά το άλλο.
  5. Σκαταβροχθίζω, τρώω: Κατεβάζει ένα αρνί στην καθισιά του.
  6. Σαποβιβάζω: Το λεωφορείο δεν κατεβάζει πριν από το τέρμα. Αεπιβιβάζω
  7. Σμειώνω1, ελαττώνω: Το αεράκι κατέβασε το θερμόμετρο στους 30 βαθμούς. Ααυξάνω
  8. Σσταματάω6, διακόπτω1: Κατέβασαν το έργο.
  9. Συποβιβάζω2, υποβαθμίζω2: Αυτή η ενέργεια τον κατέβασε πολύ στα μάτια μας.
  10. Σκαταθέτω2, υποβάλλω1: Θα κατεβάσουμε καινούρια πρόταση στο συμβούλιο.

ΕΚΦ: κατεβάζω αγίους, κατεβάζω καντήλια, κατεβάζω τα μούτρα


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.