Λεξισκόπιο: καταναλώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τα-να-λώ-νω

Μορφολογία

καταναλώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλώνωκαταναλώνουμε & καταναλώνομε διαλ.
Βκαταναλώνειςκαταναλώνετε
Γκαταναλώνεικαταναλώνουν & καταναλώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατανάλωνεκαταναλώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταναλώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατανάλωσακαταναλώσαμε
Βκατανάλωσεςκαταναλώσατε
Γκατανάλωσεκατανάλωσαν & καταναλώσαν προφ. & καταναλώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλώσωκαταναλώσουμε & καταναλώσομε διαλ.
Βκαταναλώσειςκαταναλώσετε
Γκαταναλώσεικαταναλώσουν & καταναλώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατανάλωσεκαταναλώσετε & καταναλώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταναλώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατανάλωνακαταναλώναμε
Βκατανάλωνεςκαταναλώνατε
Γκατανάλωνεκατανάλωναν & καταναλώναν προφ. & καταναλώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλώνομαικαταναλωνόμαστε
Βκαταναλώνεσαικαταναλώνεστε & καταναλωνόσαστε προφ.
Γκαταναλώνεταικαταναλώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαταναλώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλώθηκακαταναλωθήκαμε
Βκαταναλώθηκεςκαταναλωθήκατε
Γκαταναλώθηκεκαταναλώθηκαν & καταναλωθήκαν προφ. & καταναλωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλωθώκαταναλωθούμε
Βκαταναλωθείςκαταναλωθείτε
Γκαταναλωθείκαταναλωθούν & καταναλωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταναλώσουκαταναλωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταναλωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταναλωνόμουν & καταναλωνόμουνα προφ. καταναλωνόμασταν & καταναλωνόμαστε
Βκαταναλωνόσουν & καταναλωνόσουνα προφ. καταναλωνόσασταν & καταναλωνόσαστε προφ.
Γκαταναλωνόταν & καταναλωνότανε προφ. καταναλώνονταν & καταναλωνόντανε προφ. & καταναλωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαταναλωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καταναλώνω ρήμ.

  1. Σαναλώνω λόγ., δαπανάω2
  2. Στρώω4: Καταναλώνουν τρία κιλά ψωμί την ημέρα.
  3. Σ: πίνω: Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες μπίρας.
  4. Σκαίω5: Στο σπίτι μας καταναλώνουμε πολύ ρεύμα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.