Λεξισκόπιο: ισχυρίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ι-σχυ-ρί-ζο-μαι

Μορφολογία

ισχυρίζομαι ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Μετοχήισχυρίζοντας
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισχυρίζομαιισχυριζόμαστε
Βισχυρίζεσαιισχυρίζεστε & ισχυρίζεσθε λόγ. & ισχυριζόσαστε προφ.
Γισχυρίζεταιισχυρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βισχυρίζεστε & ισχυρίζεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήισχυριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισχυρίστηκα & ισχυρίσθηκα λόγ. ισχυριστήκαμε & ισχυρισθήκαμε λόγ.
Βισχυρίστηκες & ισχυρίσθηκες λόγ. ισχυριστήκατε & ισχυρισθήκατε λόγ.
Γισχυρίστηκε & ισχυρίσθηκε λόγ. ισχυρίστηκαν & ισχυρίσθηκαν λόγ. & ισχυρισθήκαν λόγ. & ισχυρισθήκανε λόγ. & ισχυριστήκαν προφ. & ισχυριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισχυριστώ & ισχυρισθώ λόγ. ισχυριστούμε & ισχυρισθούμε λόγ.
Βισχυριστείς & ισχυρισθείς λόγ. ισχυριστείτε & ισχυρισθείτε λόγ.
Γισχυριστεί & ισχυρισθεί λόγ. ισχυριστούν & ισχυρισθούν λόγ. & ισχυρισθούνε λόγ. & ισχυριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βισχυρίσουισχυριστείτε & ισχυρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοισχυριστεί & ισχυρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αισχυριζόμουν & ισχυριζόμουνα προφ. ισχυριζόμασταν & ισχυριζόμαστε
Βισχυριζόσουν & ισχυριζόσουνα προφ. ισχυριζόσασταν & ισχυριζόσαστε προφ.
Γισχυριζόταν & ισχυριζότανε προφ. ισχυρίζονταν & ισχυριζόντανε προφ. & ισχυριζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ισχυρίζομαι ρήμ.

Σδιατείνομαι λόγ., υποστηρίζω5: Ισχυρίζεται ότι είναι αθώος.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.