Λεξισκόπιο: θρηνώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θρη-νώ

Μορφολογία

θρηνώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνώθρηνούμε
Βθρηνείςθρηνείτε
Γθρηνείθρηνούν & θρηνούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθρηνείτε
Ενεστώτας-Μετοχήθρηνώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρήνησαθρηνήσαμε
Βθρήνησεςθρηνήσατε
Γθρήνησεθρήνησαν & θρηνήσαν προφ. & θρηνήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνήσωθρηνήσουμε & θρηνήσομε διαλ.
Βθρηνήσειςθρηνήσετε
Γθρηνήσειθρηνήσουν & θρηνήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθρήνησεθρηνήσετε & θρηνήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθρηνήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνούσαθρηνούσαμε
Βθρηνούσεςθρηνούσατε
Γθρηνούσεθρηνούσαν & θρηνούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνούμαιθρηνούμαστε
Βθρηνείσαιθρηνείστε
Γθρηνείταιθρηνούνται
Ενεστώτας-Μετοχήθρηνούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνήθηκαθρηνηθήκαμε
Βθρηνήθηκεςθρηνηθήκατε
Γθρηνήθηκεθρηνήθηκαν & θρηνηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθρηνηθώθρηνηθούμε
Βθρηνηθείςθρηνηθείτε
Γθρηνηθείθρηνηθούν & θρηνηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθρηνήσουθρηνηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοθρηνηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γθρηνούνταν & θρηνείτο λόγ. θρηνούνταν & θρηνούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήθρηνημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θρηνώ ρήμ.

Σμοιρολογάω, θρηνολογώ


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.