Λεξισκόπιο: θεωρείται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θε-ω-ρεί-ται

Μορφολογία

θεωρώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρώθεωρούμε
Βθεωρείςθεωρείτε
Γθεωρείθεωρούν & θεωρούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθεωρείτε
Ενεστώτας-Μετοχήθεωρώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεώρησαθεωρήσαμε
Βθεώρησεςθεωρήσατε
Γθεώρησεθεώρησαν & θεωρήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρήσωθεωρήσουμε & θεωρήσομε διαλ.
Βθεωρήσειςθεωρήσετε
Γθεωρήσειθεωρήσουν & θεωρήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεώρησεθεωρήσετε & θεωρήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθεωρήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρούσαθεωρούσαμε
Βθεωρούσεςθεωρούσατε
Γθεωρούσεθεωρούσαν & θεωρούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρούμαιθεωρούμαστε προφ.
Βθεωρείσαιθεωρείστε
Γθεωρείταιθεωρούνται
Ενεστώτας-Μετοχήθεωρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρήθηκαθεωρηθήκαμε
Βθεωρήθηκεςθεωρηθήκατε
Γθεωρήθηκεθεωρήθηκαν & θεωρηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρηθώθεωρηθούμε
Βθεωρηθείςθεωρηθείτε
Γθεωρηθείθεωρηθούν & θεωρηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεωρήσουθεωρηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοθεωρηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεωρούμουν προφ. & θεωρούμουνα προφ. θεωρούμασταν προφ. & θεωρούμαστε προφ.
Βθεωρούσουνα προφ. ---
Γεθεωρείτο λόγ. & θεωρείτο λόγ. & θεωρούνταν προφ. & θεωρούτανε προφ. εθεωρούντο λόγ. & θεωρούντο λόγ. & θεωρούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθεωρημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θεωρώ ρήμ.

  1. Σπιστεύω2, νομίζω, φαντάζομαι2, υποθέτω1
  2. Σβρίσκω6, κρίνω2, εκλαμβάνω λόγ.: Τη θεωρούν ως την καλύτερη παράσταση της χρονιάς.
  3. Σκάνω θεώρηση: Θεώρησε το βιβλιάριο ασθενείας.

θεωρούμαι

  1. Σαποτελώ, συνιστώ12
  2. Σλογίζομαι, λογαριάζομαι2: Θεωρείται ικανός ρήτορας.

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.