Λεξισκόπιο: θεραπεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θε-ρα-πεύ-ω

Μορφολογία

θεραπεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπεύωθεραπεύουμε & θεραπεύομε διαλ.
Βθεραπεύειςθεραπεύετε
Γθεραπεύειθεραπεύουν & θεραπεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεράπευεθεραπεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήθεραπεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεράπευσαθεραπεύσαμε
Βθεράπευσεςθεραπεύσατε
Γθεράπευσεθεράπευσαν & θεραπεύσαν προφ. & θεραπεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπεύσωθεραπεύσουμε & θεραπεύσομε διαλ.
Βθεραπεύσειςθεραπεύσετε
Γθεραπεύσειθεραπεύσουν & θεραπεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεράπευσεθεραπεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθεραπεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεράπευαθεραπεύαμε
Βθεράπευεςθεραπεύατε
Γθεράπευεθεράπευαν & θεραπεύαν προφ. & θεραπεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπεύομαιθεραπευόμαστε
Βθεραπεύεσαιθεραπεύεστε & θεραπευόσαστε προφ.
Γθεραπεύεταιθεραπεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθεραπεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήθεραπευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπεύτηκα & θεραπεύθηκα λόγ. θεραπευτήκαμε & θεραπευθήκαμε λόγ.
Βθεραπεύτηκες & θεραπεύθηκες λόγ. θεραπευτήκατε & θεραπευθήκατε λόγ.
Γθεραπεύτηκε & θεραπεύθηκε λόγ. θεραπεύτηκαν & θεραπευθήκανε λόγ. & θεραπεύθηκαν λόγ. & θεραπευτήκαν προφ. & θεραπευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπευτώ & θεραπευθώ λόγ. θεραπευτούμε & θεραπευθούμε λόγ.
Βθεραπευτείς & θεραπευθείς λόγ. θεραπευτείτε & θεραπευθείτε λόγ.
Γθεραπευτεί & θεραπευθεί λόγ. θεραπευτούν & θεραπευθούν λόγ. & θεραπευθούνε λόγ. & θεραπευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεραπεύσουθεραπευτείτε & θεραπευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοθεραπευτεί & θεραπευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεραπευόμουν & θεραπευόμουνα προφ. θεραπευόμασταν & θεραπευόμαστε
Βθεραπευόσουν & θεραπευόσουνα προφ. θεραπευόσασταν & θεραπευόσαστε προφ.
Γθεραπευόταν & θεραπευότανε προφ. θεραπεύονταν & θεραπευόντανε προφ. & θεραπευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθεραπευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θεραπεύω ρήμ.

  1. Σγιατρεύω προφ., κάνω καλά1, επουλώνω
  2. Σαντιμετωπίζω4: Θεραπεύει το κακό.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.