Λεξισκόπιο: εύθραυστος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εύ-θραυ-στος

Μορφολογία

εύθραυστος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεύθραυστοςοιεύθραυστοι
Γενικήτουεύθραυστουτωνεύθραυστων
Αιτιατικήτονεύθραυστοτουςεύθραυστους
Κλητική εύθραυστε εύθραυστοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεύθραυστηοιεύθραυστες
Γενικήτηςεύθραυστηςτωνεύθραυστων
Αιτιατικήτηνεύθραυστητιςεύθραυστες
Κλητική εύθραυστη εύθραυστες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεύθραυστοταεύθραυστα
Γενικήτουεύθραυστουτωνεύθραυστων
Αιτιατικήτοεύθραυστοταεύθραυστα
Κλητική εύθραυστο εύθραυστα

Συνώνυμα - Αντίθετα

εύθραυστος επίθ.

  1. Αάθραυστος: εύθραυστη πορσελάνη
  2. Σευπαθής1, ευπρόσβλητος, ευαίσθητος1: εύθραυστη υγεία
  3. Σλεπτεπίλεπτος, ντελικάτος2

Προθήματα - Επιθήματα

ευ- [ef] ή [ev]

εύ- [éf] ή [év] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα ευ (= καλά).

1. Εύκολα

Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια γίνεται με ευκολία. Για παράδειγμα, κάτι ευανάγνωστο είναι εύκολο να διαβαστεί.

ευαισθησία

ευαίσθητος, -η, -ο

ευκινησία

ευανάγνωστος, -η, -ο

ευπάθεια

ευαπόδεικτος, -η, -ο

ευπιστία

ευέλικτος, -η, -ο

ευστροφία

ευέξαπτος, -η, -ο

ευσυγκινησία

εύθραυστος, -η, -ο

ευκίνητος, -η, -ο

ευπαθής, -ής, -ές

ευπροσάρμοστος, -η, -ο

εύστροφος, -η, -ο

ευσυγκίνητος, -η, -ο

εύφλεκτος, -η, -ο

εύχρηστος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευκίνητοςδυσκίνητος).

2. Καλά, ευχάριστα

Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι θετικό ή ευχάριστο. Για παράδειγμα, όταν υπάρχουν ευοίωνες προβλέψεις για ένα σχέδιο τότε όλα δείχνουν ότι θα πάει καλά.

ευθυμία

εύηχος, -η, -ο

ευπρεπίζω

ευπρέπεια

εύθυμος, -η, -ο

ευωδιάζω

ευστάθεια

εύμορφος, -η, -ο

ευφωνία

ευοίωνος, -η, -ο

ευωδία

εύοσμος, -η, -ο

ευπρεπής, -ής, -ές

εύστοχος, -η, -ο

ευσυνείδητος, -η, -ο

εύφημος, -η, -ο (κυρίως στη φράση εύφημος μνεία)

ΑΝΤ Τα αντίθετα στη συγκεκριμένη σημασία σχηματίζονται με το δυσ-* (π.χ. ευθυμίαδυσθυμία) ή με το α-* (π.χ. ευστάθειααστάθεια).

3. Σε μεγάλο βαθμό

Το ευ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού σε υψηλό βαθμό. Για παράδειγμα, ο ευμεγέθης έχει μεγάλο μέγεθος.

ευπορία

ευειδής, -ής, -ές (= όμορφος)

ευφυΐα

ευμεγέθης, -ης, -ες

εύπορος, -η, -ο

εύσωμος, -η, -ο

ευτραφής, -ής, -ές

ευφυής, -ής, -ές

✔ Αρχικά, η λέξη εύσωμος είχε τη σημασία αυτού που έχει όμορφο σώμα, και όχι του παχουλού και μεγαλόσωμου.

-θραυ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -θραυ- αναφέρονται στο σπάσιμο ή στον τεμαχισμό ενός πράγματος.Το συστατικό -θραυ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα θραύω (= σπάω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-θραύστης [θráfstis]

Συνήθως τα ουσιαστικά σε -θραύστης αναφέρονται σε εργαλείο ή τεχνική κατασκευή. Για παράδειγμα, ο καρυοθραύστης είναι το ειδικό εργαλείο με το οποίο σπάμε τα καρύδια· ο κυματοθραύστης είναι μια κατασκευή από ογκόλιθους στην είσοδο του λιμανιού για να σταματά την ορμή των κυμάτων.

καρυοθραύστης, κυματοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης (σπάνιο)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σπανιότερα, συναντούμε ουσιαστικά που δηλώνουν τον εργάτη που ασχολείται με το σπάσιμο ή τον τεμαχισμό κάποιου υλικού.

λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης

Επίθετα

-θραυστος [θrafstos], -θραυστη, -θραυστο

Για παράδειγμα, το γυαλί είναι εύθραυστο γιατί σπάει εύκολα.

άθραυστος, εύθραυστος, ημίθραυστος (σπάνιο)

✔ Από το επίθετο εύθραυστος έχει σχηματιστεί και το ουσιαστικό ευθραυστότητα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.