Λεξισκόπιο: ερωτευμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ρω-τευ-μέ-νος

Μορφολογία

ερωτευμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοερωτευμένοςοιερωτευμένοι
Γενικήτουερωτευμένουτωνερωτευμένων
Αιτιατικήτονερωτευμένοτουςερωτευμένους
Κλητική ερωτευμένε ερωτευμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηερωτευμένηοιερωτευμένες
Γενικήτηςερωτευμένηςτωνερωτευμένων
Αιτιατικήτηνερωτευμένητιςερωτευμένες
Κλητική ερωτευμένη ερωτευμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοερωτευμένοταερωτευμένα
Γενικήτουερωτευμένουτωνερωτευμένων
Αιτιατικήτοερωτευμένοταερωτευμένα
Κλητική ερωτευμένο ερωτευμένα

ερωτεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερωτεύομαιερωτευόμαστε
Βερωτεύεσαιερωτεύεστε & ερωτευόσαστε προφ.
Γερωτεύεταιερωτεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βερωτεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήερωτευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερωτεύτηκα & ερωτεύθηκα λόγ. ερωτευτήκαμε & ερωτευθήκαμε λόγ.
Βερωτεύτηκες & ερωτεύθηκες λόγ. ερωτευτήκατε & ερωτευθήκατε λόγ.
Γερωτεύτηκε & ερωτεύθηκε λόγ. ερωτεύτηκαν & ερωτευθήκανε λόγ. & ερωτεύθηκαν λόγ. & ερωτευτήκαν προφ. & ερωτευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερωτευτώ & ερωτευθώ λόγ. ερωτευτούμε & ερωτευθούμε λόγ.
Βερωτευτείς & ερωτευθείς λόγ. ερωτευτείτε & ερωτευθείτε λόγ.
Γερωτευτεί & ερωτευθεί λόγ. ερωτευτούν & ερωτευθούν λόγ. & ερωτευθούνε λόγ. & ερωτευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βερωτέψου & ερωτεύσου λόγ. ερωτευτείτε & ερωτευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοερωτευτεί & ερωτευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αερωτευόμουν & ερωτευόμουνα προφ. ερωτευόμασταν & ερωτευόμαστε
Βερωτευόσουν & ερωτευόσουνα προφ. ερωτευόσασταν & ερωτευόσαστε προφ.
Γερωτευόταν & ερωτευότανε προφ. ερωτεύονταν & ερωτευόντανε προφ. & ερωτευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήερωτευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ερωτεύομαι ρήμ.

Σαγαπάω2, τσιμπιέμαι προφ., την πατάω2 προφ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.