Λεξισκόπιο: εργαζόμενος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ερ-γα-ζό-με-νος

Μορφολογία

εργάζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεργάζομαιεργαζόμαστε
Βεργάζεσαιεργάζεστε & εργαζόσαστε προφ.
Γεργάζεταιεργάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεργάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεργαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεργάστηκα & εργάσθηκα λόγ. εργαστήκαμε & εργασθήκαμε λόγ.
Βεργάστηκες & εργάσθηκες λόγ. εργαστήκατε & εργασθήκατε λόγ.
Γεργάστηκε & εργάσθηκε λόγ. εργάστηκαν & εργάσθηκαν λόγ. & εργαστήκαν προφ. & εργαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεργαστώ & εργασθώ λόγ. εργαστούμε & εργασθούμε λόγ.
Βεργαστείς & εργασθείς λόγ. εργαστείτε & εργασθείτε λόγ.
Γεργαστεί & εργασθεί λόγ. εργαστούν & εργασθούν λόγ. & εργασθούνε λόγ. & εργαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεργάσουεργαστείτε & εργασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεργαστεί & εργασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεργαζόμουν & εργαζόμουνα προφ. εργαζόμασταν & εργαζόμαστε
Βεργαζόσουν & εργαζόσουνα προφ. εργαζόσασταν & εργαζόσαστε προφ.
Γεργαζόταν & εργαζότανε προφ. εργάζονταν & εργαζόντανε προφ. & εργαζόντουσαν προφ.

εργαζόμενος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοεργαζόμενοςοιεργαζόμενοι
Γενικήτουεργαζόμενου & εργαζομένου λόγ. τωνεργαζόμενων & εργαζομένων λόγ.
Αιτιατικήτονεργαζόμενοτουςεργαζόμενους & εργαζομένους λόγ.
Κλητική εργαζόμενε εργαζόμενοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηεργαζόμενη & εργαζομένη λόγ. οιεργαζόμενες
Γενικήτηςεργαζόμενης & εργαζομένης λόγ. τωνεργαζόμενων & εργαζομένων λόγ.
Αιτιατικήτηνεργαζόμενη & εργαζομένη λόγ. τιςεργαζόμενες
Κλητική εργαζόμενη & εργαζομένη λόγ.  εργαζόμενες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοεργαζόμενοταεργαζόμενα
Γενικήτουεργαζόμενου & εργαζομένου λόγ. τωνεργαζόμενων & εργαζομένων λόγ.
Αιτιατικήτοεργαζόμενοταεργαζόμενα
Κλητική εργαζόμενο εργαζόμενα

Συνώνυμα - Αντίθετα

εργάζομαι ρήμ.

  1. Σαπασχολούμαι2, δουλεύω1: Στο κτίσιμο του σπιτιού του εργάστηκε και ο ίδιος.
  2. Σασκώ επάγγελμα: Εργάζεται ως οδηγός στο ΚΤΕΛ.
  3. Σαγωνίζομαι1, μάχομαι2, παλεύω1: Εργαζόμαστε υπέρ της ειρήνης.

εργαζόμενος ουσ.

  1. Σπρολετάριος, εργάτης2
  2. Συπάλληλος

9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.