Λεξισκόπιο: επιφυλάσσει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-φυ-λάσ-σει

Μορφολογία

επιφυλάσσω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλάσσωεπιφυλάσσουμε & επιφυλάσσομε διαλ.
Βεπιφυλάσσειςεπιφυλάσσετε
Γεπιφυλάσσειεπιφυλάσσουν & επιφυλάσσουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιφύλασσεεπιφυλάσσετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιφυλάσσοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφύλαξαεπιφυλάξαμε
Βεπιφύλαξεςεπιφυλάξατε
Γεπιφύλαξεεπιφύλαξαν & επιφυλάξαν προφ. & επιφυλάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλάξωεπιφυλάξουμε & επιφυλάξομε διαλ.
Βεπιφυλάξειςεπιφυλάξετε
Γεπιφυλάξειεπιφυλάξουν & επιφυλάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιφύλαξεεπιφυλάξετε & επιφυλάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιφυλάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφύλασσαεπιφυλάσσαμε
Βεπιφύλασσεςεπιφυλάσσατε
Γεπιφύλασσεεπιφύλασσαν & επιφυλάσσαν προφ. & επιφυλάσσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλάσσομαιεπιφυλασσόμαστε
Βεπιφυλάσσεσαιεπιφυλάσσεστε & επιφυλασσόσαστε προφ.
Γεπιφυλάσσεταιεπιφυλάσσονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπιφυλάσσεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιφυλασσόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλάχτηκα & επιφυλάχθηκα λόγ. επιφυλαχτήκαμε & επιφυλαχθήκαμε λόγ.
Βεπιφυλάχτηκες & επιφυλάχθηκες λόγ. επιφυλαχτήκατε & επιφυλαχθήκατε λόγ.
Γεπιφυλάχτηκε & επιφυλάχθηκε λόγ. επιφυλάχτηκαν & επιφυλάχθηκαν λόγ. & επιφυλαχθήκανε λόγ. & επιφυλαχτήκαν προφ. & επιφυλαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλαχτώ & επιφυλαχθώ λόγ. επιφυλαχτούμε & επιφυλαχθούμε λόγ.
Βεπιφυλαχτείς & επιφυλαχθείς λόγ. επιφυλαχτείτε & επιφυλαχθείτε λόγ.
Γεπιφυλαχτεί & επιφυλαχθεί λόγ. επιφυλαχτούν & επιφυλαχθούν λόγ. & επιφυλαχθούνε λόγ. & επιφυλαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιφυλάξουεπιφυλαχτείτε & επιφυλαχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιφυλαχτεί & επιφυλαχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιφυλασσόμουν & επιφυλασσόμουνα προφ. επιφυλασσόμασταν & επιφυλασσόμαστε
Βεπιφυλασσόσουν & επιφυλασσόσουνα προφ. επιφυλασσόσασταν & επιφυλασσόσαστε προφ.
Γεπιφυλασσόταν & επιφυλασσότανε προφ. επιφυλάσσονταν & επιφυλασσόντανε προφ. & επιφυλασσόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπιφυλαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επιφυλάσσω ρήμ.

Σετοιμάζω3, προετοιμάζω1: Οι συνεργάτες του τού επιφύλαξαν ένα πάρτι-έκπληξη.

επιφυλάσσει

Σεγκυμονεί λόγ., κρύβει2: Κάθε δεκαετία επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.