Λεξισκόπιο: επενδύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πεν-δύ-ω

Μορφολογία

επενδύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδύωεπενδύουμε & επενδύομε διαλ.
Βεπενδύειςεπενδύετε
Γεπενδύειεπενδύουν & επενδύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπένδυεεπενδύετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπενδύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπένδυσαεπενδύσαμε
Βεπένδυσεςεπενδύσατε
Γεπένδυσεεπένδυσαν & επενδύσαν προφ. & επενδύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδύσωεπενδύσουμε & επενδύσομε διαλ.
Βεπενδύσειςεπενδύσετε
Γεπενδύσειεπενδύσουν & επενδύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπένδυσεεπενδύσετε & επενδύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπενδύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπένδυαεπενδύαμε
Βεπένδυεςεπενδύατε
Γεπένδυεεπένδυαν & επενδύαν προφ. & επενδύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδύομαιεπενδυόμαστε
Βεπενδύεσαιεπενδύεστε & επενδυόσαστε προφ.
Γεπενδύεταιεπενδύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπενδύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπενδυόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδύθηκαεπενδυθήκαμε
Βεπενδύθηκεςεπενδυθήκατε
Γεπενδύθηκεεπενδύθηκαν & επενδυθήκαν προφ. & επενδυθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδυθώεπενδυθούμε
Βεπενδυθείςεπενδυθείτε
Γεπενδυθείεπενδυθούν & επενδυθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπενδύσουεπενδυθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπενδυθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπενδυόμουν & επενδυόμουνα προφ. επενδυόμασταν & επενδυόμαστε
Βεπενδυόσουν & επενδυόσουνα προφ. επενδυόσασταν & επενδυόσαστε προφ.
Γεπενδυόταν & επενδυότανε προφ. επενδύονταν & επενδυόντανε προφ. & επενδυόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπενδυμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επενδύω ρήμ.

  1. Σεπικαλύπτω3, στρώνω1
  2. Σφοδράρω, ντουμπλάρω1
  3. Σκαμουφλάρω2, συγκαλύπτω2: Οι τρομοκρατικές ενέργειες επενδύονται με ιδεολογία.
  4. Στοποθετώ3: Επένδυσε εκατομμύρια στην αγορά μετοχών.
  5. Σστηρίζω6, εναποθέτω2: Οι νέοι επενδύουν το επαγγελματικό τους μέλλον σ' ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.