Λεξισκόπιο: ενώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-νώ-νω

Μορφολογία

ενώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενώνωενώνουμε & ενώνομε διαλ.
Βενώνειςενώνετε
Γενώνειενώνουν & ενώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βένωνεενώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήενώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αένωσαενώσαμε
Βένωσεςενώσατε
Γένωσεένωσαν & ενώσαν προφ. & ενώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενώσωενώσουμε & ενώσομε διαλ.
Βενώσειςενώσετε
Γενώσειενώσουν & ενώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βένωσεενώσετε & ενώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοενώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αένωναενώναμε
Βένωνεςενώνατε
Γένωνεένωναν & ενώναν προφ. & ενώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενώνομαιενωνόμαστε
Βενώνεσαιενώνεστε & ενωνόσαστε προφ.
Γενώνεταιενώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βενώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενώθηκαενωθήκαμε
Βενώθηκεςενωθήκατε
Γενώθηκεενώθηκαν & ενωθήκαν προφ. & ενωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενωθώενωθούμε
Βενωθείςενωθείτε
Γενωθείενωθούν & ενωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βενώσουενωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοενωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενωνόμουν & ενωνόμουνα προφ. ενωνόμασταν & ενωνόμαστε
Βενωνόσουν & ενωνόσουνα προφ. ενωνόσασταν & ενωνόσαστε προφ.
Γενωνόταν & ενωνότανε προφ. ενώνονταν & ενωνόντανε προφ. & ενωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήενωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ενώνω ρήμ.

Σσυνδέω1 Αχωρίζω4


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.