Λεξισκόπιο: εντάσσω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-ντάσ-σω

Μορφολογία

εντάσσω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντάσσωεντάσσουμε & εντάσσομε διαλ.
Βεντάσσειςεντάσσετε
Γεντάσσειεντάσσουν & εντάσσουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέντασσεεντάσσετε
Ενεστώτας-Μετοχήεντάσσοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενέταξαεντάξαμε
Βενέταξεςεντάξατε
Γενέταξεενέταξαν & εντάξαν προφ. & εντάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντάξωεντάξουμε & εντάξομε διαλ.
Βεντάξειςεντάξετε
Γεντάξειεντάξουν & εντάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βένταξεεντάξετε & εντάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεντάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενέτασσαεντάσσαμε
Βενέτασσεςεντάσσατε
Γενέτασσεενέτασσαν & εντάσσαν προφ. & εντάσσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντάσσομαιεντασσόμαστε
Βεντάσσεσαιεντάσσεστε & εντασσόσαστε προφ.
Γεντάσσεταιεντάσσονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεντάσσεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεντασσόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντάχτηκα & εντάχθηκα λόγ. ενταχτήκαμε & ενταχθήκαμε λόγ.
Βεντάχτηκες & εντάχθηκες λόγ. ενταχτήκατε & ενταχθήκατε λόγ.
Γεντάχτηκε & εντάχθηκε λόγ. εντάχτηκαν & εντάχθηκαν λόγ. & ενταχθήκανε λόγ. & ενταχτήκαν προφ. & ενταχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αενταχτώ & ενταχθώ λόγ. ενταχτούμε & ενταχθούμε λόγ.
Βενταχτείς & ενταχθείς λόγ. ενταχτείτε & ενταχθείτε λόγ.
Γενταχτεί & ενταχθεί λόγ. ενταχτούν & ενταχθούν λόγ. & ενταχθούνε λόγ. & ενταχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεντάξουενταχτείτε & ενταχθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοενταχτεί & ενταχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεντασσόμουν & εντασσόμουνα προφ. εντασσόμασταν & εντασσόμαστε
Βεντασσόσουν & εντασσόσουνα προφ. εντασσόσασταν & εντασσόσαστε προφ.
Γεντασσόταν & εντασσότανε προφ. εντάσσονταν & εντασσόντανε προφ. & εντασσόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήενταγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εντάσσω ρήμ.

Σσυγκαταλέγω, ενσωματώνω1

εντάσσομαι

Σπροσχωρώ1


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.