Λεξισκόπιο: ελκύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ελ-κύ-ω

Μορφολογία

ελκύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελκύωελκύουμε & ελκύομε διαλ.
Βελκύειςελκύετε
Γελκύειελκύουν & ελκύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέλκυεελκύετε
Ενεστώτας-Μετοχήελκύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέλκυσα & είλκυσα λόγ. ελκύσαμε
Βέλκυσες & είλκυσες λόγ. ελκύσατε
Γέλκυσε & είλκυσε λόγ. έλκυσαν & είλκυσαν λόγ. & ελκύσαν προφ. & ελκύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελκύσωελκύσουμε & ελκύσομε διαλ.
Βελκύσειςελκύσετε
Γελκύσειελκύσουν & ελκύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέλκυσεελκύσετε & ελκύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοελκύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέλκυα & είλκυα λόγ. ελκύαμε
Βέλκυες & είλκυες λόγ. ελκύατε
Γέλκυε & είλκυε λόγ. έλκυαν & είλκυαν λόγ. & ελκύαν προφ. & ελκύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελκύομαιελκυόμαστε
Βελκύεσαιελκύεστε & ελκυόσαστε προφ.
Γελκύεταιελκύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βελκύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήελκυόμενος
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αελκυόμουν & ελκυόμουνα προφ. ελκυόμασταν & ελκυόμαστε
Βελκυόσουν & ελκυόσουνα προφ. ελκυόσασταν & ελκυόσαστε προφ.
Γελκυόταν & ελκυότανε προφ. ελκύονταν & ελκυόντανε προφ. & ελκυόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ελκύω ρήμ.

  1. Σπροσελκύω1, συγκεντρώνω3: Ελκύει την προσοχή.
  2. Σθέλγω, γοητεύω Ααπωθώ3

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.