Λεξισκόπιο: εκπορνεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-πορ-νεύ-ω

Μορφολογία

εκπορνεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνεύωεκπορνεύουμε & εκπορνεύομε διαλ.
Βεκπορνεύειςεκπορνεύετε
Γεκπορνεύειεκπορνεύουν & εκπορνεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκπόρνευεεκπορνεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήεκπορνεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπόρνευσαεκπορνεύσαμε
Βεκπόρνευσεςεκπορνεύσατε
Γεκπόρνευσεεκπόρνευσαν & εκπορνεύσαν προφ. & εκπορνεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνεύσωεκπορνεύσουμε & εκπορνεύσομε διαλ.
Βεκπορνεύσειςεκπορνεύσετε
Γεκπορνεύσειεκπορνεύσουν & εκπορνεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκπόρνευσεεκπορνεύσετε & εκπορνεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκπορνεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπόρνευαεκπορνεύαμε
Βεκπόρνευεςεκπορνεύατε
Γεκπόρνευεεκπόρνευαν & εκπορνεύαν προφ. & εκπορνεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνεύομαιεκπορνευόμαστε
Βεκπορνεύεσαιεκπορνεύεστε & εκπορνευόσαστε προφ.
Γεκπορνεύεταιεκπορνεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκπορνεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκπορνευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνεύτηκα & εκπορνεύθηκα λόγ. εκπορνευτήκαμε & εκπορνευθήκαμε λόγ.
Βεκπορνεύτηκες & εκπορνεύθηκες λόγ. εκπορνευτήκατε & εκπορνευθήκατε λόγ.
Γεκπορνεύτηκε & εκπορνεύθηκε λόγ. εκπορνεύτηκαν & εκπορνεύθηκαν λόγ. & εκπορνευτήκαν προφ. & εκπορνευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνευτώ & εκπορνευθώ λόγ. εκπορνευτούμε & εκπορνευθούμε λόγ.
Βεκπορνευτείς & εκπορνευθείς λόγ. εκπορνευτείτε & εκπορνευθείτε λόγ.
Γεκπορνευτεί & εκπορνευθεί λόγ. εκπορνευτούν & εκπορνευθούν λόγ. & εκπορνευθούνε λόγ. & εκπορνευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκπορνεύσουεκπορνευτείτε & εκπορνευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεκπορνευτεί & εκπορνευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπορνευόμουν & εκπορνευόμουνα προφ. εκπορνευόμασταν & εκπορνευόμαστε
Βεκπορνευόσουν & εκπορνευόσουνα προφ. εκπορνευόσασταν & εκπορνευόσαστε προφ.
Γεκπορνευόταν & εκπορνευότανε προφ. εκπορνεύονταν & εκπορνευόντανε προφ. & εκπορνευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεκπορνευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκπορνεύω ρήμ.

  1. Σεκδίδω5
  2. Σεκμαυλίζω λόγ., εξαχρειώνω

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.