Λεξισκόπιο: δυσφορώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δυ-σφο-ρώ

Μορφολογία

δυσφορώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσφορώδυσφορούμε
Βδυσφορείςδυσφορείτε
Γδυσφορείδυσφορούν & δυσφορούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδυσφορείτε
Ενεστώτας-Μετοχήδυσφορώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσφόρησαδυσφορήσαμε
Βδυσφόρησεςδυσφορήσατε
Γδυσφόρησεδυσφόρησαν & δυσφορήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσφορήσωδυσφορήσουμε & δυσφορήσομε διαλ.
Βδυσφορήσειςδυσφορήσετε
Γδυσφορήσειδυσφορήσουν & δυσφορήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδυσφόρησεδυσφορήσετε & δυσφορήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδυσφορήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσφορούσαδυσφορούσαμε
Βδυσφορούσεςδυσφορούσατε
Γδυσφορούσεδυσφορούσαν & δυσφορούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

δυσφορώ ρήμ.

  1. Σδυσαρεστούμαι: Δυσφορούν με την αύξηση της φορολογίας.
  2.  σπάν. Σπνίγομαι, ασφυκτιώ: Δυσφορώ με αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Προθήματα - Επιθήματα

δυσ- [δis]

δυσ- [δiz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
δύσ- [δís] ή [δíz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο αʹ συνθετικό δυσ- που προσδίδει αρνητική σημασία.

1. Δύσκολα

Το δυσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια γίνεται με δυσκολία. Για παράδειγμα, ο δυσδιάλυτος είναι αυτός που διαλύεται δύσκολα.

δυσκαμψία

δυσανάγνωστος, -η, -ο

δυσπιστώ

δυσπιστία

δυσαναπλήρωτος, -η, -ο

δυσβάσταχτος, -η, -ο

δυσεπίλυτος, -η, -ο

δύσκαμπτος, -η, -ο

δυσκίνητος, -η, -ο

δύσπιστος, -η, -ο

δυσπρόφερτος, -η, -ο

δύσχρηστος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ιατρικής, το δυσ- σχηματίζει λέξεις που εκφράζουν μια διαταραχή ή ανωμαλία στην εκτέλεση μιας φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού.

δυσανεξία

δυσκοίλιος, -α, -ο

δυσαρθρία

δυσλεκτικός, -ή, -ό

δυσεντερία

δυσκαταποσία

δυσκοιλιότητα

δυσκρασία

δυσλεξία

δυσμηνόρροια

δυσπλασία

δύσπνοια

δυστοκία

δυσφαγία

2. Άσχημα, δυσάρεστα

Το δυσ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι κακό, άσχημο ή δυσάρεστο. Για παράδειγμα, ο δύσοσμος είναι αυτός που έχει άσχημη οσμή, η δυσλειτουργία είναι η κακή λειτουργία ενός οργάνου, μιας μηχανής ή ενός συστήματος.

δυσαρέσκεια

δυσάρεστος, -η, -ο

δυσαρεστώ

δυσθυμία

δυσλειτουργικός, -ή, -ό

δυσλειτουργώ

δυσλειτουργία

δύσμορφος, -η, -ο

δυστυχώ

δυσμορφία

δυσοίωνος, -η, -ο

δυσφημίζω

δυσοσμία

δύσοσμος, -η, -ο

δυστροπία

δύστροπος, -η, -ο

δυστυχία

δυστυχής, -ής, -ές

δυσφήμιση

δυσφημιστικός, -ή, -ό

δυσφορία

δυσωδία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σχηματίζονται με το ευ-* (π.χ. δύσκαμπτοςεύκαμπτος, δυσθυμίαευθυμία).

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το δισ-* σε λέξεις όπως δίσ-εκτος, δισ-εκατομμυριούχος.

-φορ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φορ- αναφέρονται σε κάποιον που φέρνει ή κουβαλάει κάτι.Το συστατικό -φορ- προέρχεται από το ρήμα φέρω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φορώ [foró]

Για παράδειγμα, όταν δίνουμε τίτλο σε ένα βιβλίο ή ένα έργο, το τιτλοφορούμε.

ανθοφορώ, δυσφορώ, καρποφορώ, κυκλοφορώ, κυοφορώ, οπλοφορώ, παρασημοφορώ, πληροφορώ, τελεσφορώ, τιτλοφορώ

Ουσιαστικά

-φορέας [foréas]

Για παράδειγμα, ο τραυματιοφορέας μεταφέρει με φορείο τραυματίες ή ασθενείς.

αερομεταφορέας, επαναφορέας (για σκύλο), μεταφορέας, τραυματιοφορέας, υδροφορέας (γεωλ.)

-φόρηση [fórisi]

Για παράδειγμα, η παρασημοφόρηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρασημοφορώ.

αποσυμφόρηση, ηλεκτροφόρηση (φυσ.), ιοντοφόρηση (ιατρ.), παρασημοφόρηση, πληροφόρηση, συμφόρηση, τελεσφόρηση, τιτλοφόρηση

-φορία [foría]

Για παράδειγμα, η κερδοφορία μιας επιχείρησης είναι να αποδίδει κέρδος, ενώ η εποχή της ανθοφορίας ενός φυτού είναι η εποχή που ανθίζει.

αειφορία, ανθοφορία, δυσφορία, ευφορία, καρποφορία, κερδοφορία, κυκλοφορία, κυοφορία, λαμπαδηφορία, οπλοφορία, παρασημοφορία, πικετοφορία, πληροφορία, σταυροφορία, ψηφοφορία

-φορος [foros]

Για παράδειγμα, ανήφορος είναι ο δρόμος που έχει κλίση προς τα πάνω.

ανήφορος, κατήφορος, φώσφορος (χημ.)

-φόρος [fóros]

Για παράδειγμα, ο σημαιοφόρος κρατάει τη σημαία στην παρέλαση, ενώ ο μασκοφόρος φοράει μάσκα στο πρόσωπό του.

αγγελιοφόρος, αχθοφόρος, βαθμοφόρος, γενειοφόρος, διοπτροφόρος, δορυφόρος, Εωσφόρος, κονδυλοφόρος, κουκουλοφόρος, μασκοφόρος, μισθοφόρος, οπλοφόρος, ρασοφόρος, ροπαλοφόρος, σημαιοφόρος, σταυροφόρος, τυφεκιοφόρος, ψηφοφόρος

✔ Λιγότερα είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -φόρος.

ζωοφόρος / ζωφόρος (αρχιτ.), λεωφόρος, λουτροφόρος (αρχαιολ.), σκευοφόρος, χοηφόρος

Επίθετα

-φορικός [forikós], -φορική, -φορικό

Για παράδειγμα, η δορυφορική τηλεόραση εκπέμπει σήμα μέσω δορυφόρου.

αναφορικός, ανηφορικός, δορυφορικός, κατηφορικός, κυκλοφορικός, μεταφορικός, πληροφορικός, προφορικός

-φορος [foros], -φορη, -φορο

Για παράδειγμα, κάτι είναι ανυπόφορο όταν δεν υποφέρεται, ενώ η γη είναι εύφορη όταν δίνει, παράγει πολλούς καρπούς.

αδιάφορος, ανυπόφορος, ασύμφορος, ατελέσφορος, δίφορος, εύφορος, παράφορος, πρόσφορος

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το συστατικό -φωρ- που εμφανίζεται στις λέξεις αυτόφωρο και κατάφωρος, το οποίο ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη φωρ (= κλέφτης).

-φόρος [fóros], -φόρα, -φόρο

Για παράδειγμα, ένα θανατηφόρο τραύμα επιφέρει θάνατο, ενώ τα ηλεκτροφόρα καλώδια μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα.

ανθοφόρος, απορριμματοφόρος, ελικοφόρος, ελπιδοφόρος, ηλεκτροφόρος, θανατηφόρος, ιστιοφόρος, καρποφόρος, κερδοφόρος, κωνοφόρος, λαχειοφόρος, μυροφόρος, νικηφόρος, οπωροφόρος, προσοδοφόρος, τροπαιοφόρος, υδροφόρος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. ιστιοφόρο, λαχειοφόρος).

✔ Η λέξη ασθενοφόρο είναι ουσιαστικό.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.