Λεξισκόπιο: δυσανασχετώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δυ-σα-να-σχε-τώ

Μορφολογία

δυσανασχετώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσανασχετώδυσανασχετούμε
Βδυσανασχετείςδυσανασχετείτε
Γδυσανασχετείδυσανασχετούν & δυσανασχετούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδυσανασχετείτε
Ενεστώτας-Μετοχήδυσανασχετώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσανασχέτησαδυσανασχετήσαμε
Βδυσανασχέτησεςδυσανασχετήσατε
Γδυσανασχέτησεδυσανασχέτησαν & δυσανασχετήσαν προφ. & δυσανασχετήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσανασχετήσωδυσανασχετήσουμε & δυσανασχετήσομε διαλ.
Βδυσανασχετήσειςδυσανασχετήσετε
Γδυσανασχετήσειδυσανασχετήσουν & δυσανασχετήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδυσανασχέτησεδυσανασχετήσετε & δυσανασχετήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδυσανασχετήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδυσανασχετούσαδυσανασχετούσαμε
Βδυσανασχετούσεςδυσανασχετούσατε
Γδυσανασχετούσεδυσανασχετούσαν & δυσανασχετούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

δυσανασχετώ ρήμ.

Σδιαμαρτύρομαι, γκρινιάζω, μουρμουρίζω1, βαρυγκωμάω προφ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.