Λεξισκόπιο: βάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βά-ζω

Μορφολογία

βάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάζωβάζουμε & βάζομε διαλ.
Ββάζειςβάζετε
Γβάζειβάζουν & βάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάζεβάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήβάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβαλαβάλαμε
Βέβαλεςβάλατε
Γέβαλεέβαλαν & βάλαν προφ. & βάλανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάλωβάλουμε & βάλομε διαλ.
Ββάλειςβάλετε
Γβάλειβάλουν & βάλουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάλεβάλτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβάλει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέβαζαβάζαμε
Βέβαζεςβάζατε
Γέβαζεέβαζαν & βάζαν προφ. & βάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάλθηκαβαλθήκαμε
Ββάλθηκεςβαλθήκατε
Γβάλθηκεβάλθηκαν & βαλθήκαν προφ. & βαλθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαλθώβαλθούμε
Ββαλθείςβαλθείτε
Γβαλθείβαλθούν & βαλθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάλουβαλθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβαλθεί
Παρακείμενος-Μετοχήβαλμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βάζω ρήμ.

  1. Στοποθετώ1, θέτω1 λόγ., εισάγω1 λόγ.: Βάλε τα φρούτα στο ψυγείο. / Βάλτε τη δισκέτα στον υπολογιστή. / Τον έβαλαν στο χειρουργείο. Αβγάζω1
  2. Σ: φοράω: Έβαλε ποδιά για να μη λερωθεί.
  3. Σσερβίρω: Μου έβαλε κι άλλο κονιάκ. / Βάλε μου να φάω.
  4. Σεντάσσω, ενσωματώνω1: Να βάλουμε και την τέχνη στη ζωή μας.
  5. Σπροσθέτω3: Έβαλες αλάτι στο φαΐ; Ααφαιρώ1
  6. Σκαταθέτω3: Έβαλε όλο της το μισθό στην τράπεζα.
  7. Σθέτω σε λειτουργία, ανοίγω8: Μη βάζεις δυνατά το ραδιόφωνο. Ακλείνω4
  8. Συποχρεώνω, αναγκάζω: Τον έβαλε να τα ξανακάνει όλα από την αρχή.
  9. Σκλείνω6, περιορίζω3: Τον έβαλαν στη φυλακή. Αελευθερώνω
  10. Σεπιβάλλω1, ορίζω7: Μας έχει βάλει όρους.
  11. Σβαθμολογώ: Μου έβαλε άριστα.
  12. Σπετυχαίνω3, σημειώνω4: Έβαλε τρία γκολ.
  13.  προφ. Σ: θέτω υποψηφιότητα, κατεβαίνω6 προφ.: Τον έπεισαν να βάλει για βουλευτής.

βάλθηκα

Σπροσπαθώ2, επιχειρώ: Βάλθηκες να με τρελάνεις;

ΕΚΦ: βάζω αυτί, βάζω γνώση, βάζω ένα χέρι, βάζω κατά μέρος, βάζω κέρατο, βάζω με το νου μου, βάζω μέσα, βάζω μπροστά, βάζω μυαλό, βάζω νερό στο κρασί μου, βάζω πόδι, βάζω πόστα, βάζω στην άκρη, βάζω στην καρδιά μου, βάζω στην μπάντα, βάζω στο μάτι, βάζω στο στόμα μου, βάζω στο χέρι, βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω το χέρι μου, βάζω φτερά στα πόδια, βάζω φωτιές, βάζω χέρι, το βάζω στα πόδια, βάζει ο νους μου


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.