Λεξισκόπιο: αποτρέπω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-τρέ-πω

Μορφολογία

αποτρέπω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτρέπωαποτρέπουμε & αποτρέπομε διαλ.
Βαποτρέπειςαποτρέπετε
Γαποτρέπειαποτρέπουν & αποτρέπουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπότρεπεαποτρέπετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποτρέποντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέτρεψααποτρέψαμε
Βαπέτρεψεςαποτρέψατε
Γαπέτρεψεαπέτρεψαν & αποτρέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτρέψωαποτρέψουμε & αποτρέψομε διαλ.
Βαποτρέψειςαποτρέψετε
Γαποτρέψειαποτρέψουν & αποτρέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπότρεψεαποτρέψετε & αποτρέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποτρέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέτρεπααποτρέπαμε
Βαπέτρεπεςαποτρέπατε
Γαπέτρεπεαπέτρεπαν & αποτρέπανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτρέπομαιαποτρεπόμαστε
Βαποτρέπεσαιαποτρέπεστε & αποτρεπόσαστε προφ.
Γαποτρέπεταιαποτρέπονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποτρέπεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτράπηκααποτραπήκαμε
Βαποτράπηκεςαποτραπήκατε
Γαποτράπηκεαποτράπηκαν & αποτραπήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτραπώαποτραπούμε
Βαποτραπείςαποτραπείτε
Γαποτραπείαποτραπούν & αποτραπούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποτραπείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποτραπεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποτρεπόμουν & αποτρεπόμουνα προφ. αποτρεπόμασταν & αποτρεπόμαστε
Βαποτρεπόσουν & αποτρεπόσουνα προφ. αποτρεπόσασταν & αποτρεπόσαστε προφ.
Γαποτρεπόταν & αποτρεπότανε προφ. αποτρέπονταν & αποτρεπόντανε προφ. & αποτρεπόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποτρέπω ρήμ.

  1. Σεμποδίζω, συγκρατώ2: Το ύφος της με αποτρέπει να της μιλήσω. Απροτρέπω
  2. Σαποσοβώ λόγ., αποφεύγω3: Ο οδηγός κατάφερε να αποτρέψει το ατύχημα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.