Λεξισκόπιο: αποποιούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-ποι-ού-μαι

Μορφολογία

αποποιούμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποποιούμαιαποποιούμαστε & αποποιόμαστε
Βαποποιείσαιαποποιείστε & αποποιόσαστε προφ.
Γαποποιείταιαποποιούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποποιείστε
Ενεστώτας-Μετοχήαποποιούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποποιήθηκααποποιηθήκαμε
Βαποποιήθηκεςαποποιηθήκατε
Γαποποιήθηκεαποποιήθηκαν & αποποιηθήκαν προφ. & αποποιηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποποιηθώαποποιηθούμε
Βαποποιηθείςαποποιηθείτε
Γαποποιηθείαποποιηθούν & αποποιηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποποιήσουαποποιηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποποιηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποποιόμουν & αποποιόμουνα προφ. αποποιόμασταν & αποποιόμαστε
Βαποποιόσουν & αποποιόσουνα προφ. αποποιόσασταν & αποποιόσαστε προφ.
Γαποποιούνταν & αποποιόταν & αποποιείτο λόγ. & αποποιότανε προφ. αποποιούνταν & αποποιόνταν & αποποιούντο λόγ. & αποποιόντανε προφ. & αποποιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαποποιημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποποιούμαι ρήμ. λόγ.

Σαρνούμαι5, απορρίπτω1: Αποποιήθηκε τη θέση του γενικού γραμματέα. Αδέχομαι2


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.