Λεξισκόπιο: αποκλείω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-κλεί-ω

Μορφολογία

αποκλείω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλείωαποκλείουμε & αποκλείομε διαλ.
Βαποκλείειςαποκλείετε
Γαποκλείειαποκλείουν & αποκλείουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόκλειεαποκλείετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποκλείοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέκλεισα & απόκλεισα προφ. αποκλείσαμε
Βαπέκλεισες & απόκλεισες προφ. αποκλείσατε
Γαπέκλεισε & απόκλεισε προφ. απέκλεισαν & αποκλείσαν προφ. & αποκλείσανε προφ. & απόκλεισαν προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλείσωαποκλείσουμε & αποκλείσομε διαλ.
Βαποκλείσειςαποκλείσετε
Γαποκλείσειαποκλείσουν & αποκλείσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπόκλεισεαποκλείσετε & αποκλείστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποκλείσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπέκλεια & απόκλεια προφ. αποκλείαμε
Βαπέκλειες & απόκλειες προφ. αποκλείατε
Γαπέκλειε & απόκλειε προφ. απέκλειαν & αποκλείαν προφ. & αποκλείανε προφ. & απόκλειαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλείομαιαποκλειόμαστε
Βαποκλείεσαιαποκλείεστε & αποκλειόσαστε προφ.
Γαποκλείεταιαποκλείονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποκλείεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαποκλειόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλείστηκα & αποκλείσθηκα λόγ. αποκλειστήκαμε & αποκλεισθήκαμε λόγ.
Βαποκλείστηκες & αποκλείσθηκες λόγ. αποκλειστήκατε & αποκλεισθήκατε λόγ.
Γαποκλείστηκε & αποκλείσθηκε λόγ. αποκλείστηκαν & αποκλείσθηκαν λόγ. & αποκλειστήκαν προφ. & αποκλειστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλειστώ & αποκλεισθώ λόγ. αποκλειστούμε & αποκλεισθούμε λόγ.
Βαποκλειστείς & αποκλεισθείς λόγ. αποκλειστείτε & αποκλεισθείτε λόγ.
Γαποκλειστεί & αποκλεισθεί λόγ. αποκλειστούν & αποκλεισθούν λόγ. & αποκλεισθούνε λόγ. & αποκλειστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποκλείσουαποκλειστείτε & αποκλεισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαποκλειστεί & αποκλεισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκλειόμουν & αποκλειόμουνα προφ. αποκλειόμασταν & αποκλειόμαστε
Βαποκλειόσουν & αποκλειόσουνα προφ. αποκλειόσασταν & αποκλειόσαστε προφ.
Γαποκλειόταν & αποκλειότανε προφ. αποκλείονταν & αποκλειόντανε προφ. & αποκλειόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαποκλεισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποκλείω ρήμ.

  1. Σεξαιρώ1, θέτω εκτός: Ο προπονητής απέκλεισε τον αθλητή από την αποστολή. Ασυμπεριλαμβάνω
  2. Σαπαγορεύω: Μου απέκλεισε κάθε συζήτηση.
  3. Σκλείνω5, μπλοκάρω2: Η αστυνομία είχε αποκλείσει όλους τους δρόμους.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.