Λεξισκόπιο: αποκαθαίρω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-κα-θαί-ρω

Μορφολογία

αποκαθαίρω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθαίρωαποκαθαίρουμε & αποκαθαίρομε διαλ.
Βαποκαθαίρειςαποκαθαίρετε
Γαποκαθαίρειαποκαθαίρουν & αποκαθαίρουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποκάθαιρεαποκαθαίρετε
Ενεστώτας-Μετοχήαποκαθαίροντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθήρααποκαθήραμε
Βαποκαθήρεςαποκαθήρατε
Γαποκαθήρεαποκαθήραν
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθάρωαποκαθάρουμε
Βαποκαθάρειςαποκαθάρετε
Γαποκαθάρειαποκαθάρουν
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποκάθαρεαποκαθάρετε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποκαθάρει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθήρααποκαθήραμε
Βαποκαθήρεςαποκαθήρατε
Γαποκαθήρεαποκαθήραν
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθαίρομαιαποκαθαιρόμαστε & αποκαθαιρόμεθα λόγ.
Βαποκαθαίρεσαιαποκαθαίρεστε & αποκαθαίρεσθε λόγ.
Γαποκαθαίρεταιαποκαθαίρονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποκαθαίρεστε & αποκαθαίρεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήαποκαθαιρόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθάρθηκααποκαθαρθήκαμε
Βαποκαθάρθηκεςαποκαθαρθήκατε
Γαποκαθάρθηκε & αποκαθήρθη λόγ. αποκαθάρθηκαν & αποκαθήρθησαν λόγ. & αποκαθαρθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποκαθαρθώαποκαθαρθούμε
Βαποκαθαρθείςαποκαθαρθείτε
Γαποκαθαρθείαποκαθαρθούν & αποκαθαρθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαποκαθαρθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποκαθαρθεί

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποκαθαίρω ρήμ. λόγ.

Σκαθαρίζω4: Επιδιώκει να αποκαθάρει τη θεωρία από μεταφυσικά στοιχεία.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.