Λεξισκόπιο: απαρνούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-παρ-νού-μαι

Μορφολογία

απαρνιέμαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαρνιέμαι & απαρνούμαιαπαρνιόμαστε & απαρνούμαστε προφ.
Βαπαρνείσαι & απαρνιέσαιαπαρνείστε & απαρνιέστε & απαρνιόσαστε προφ.
Γαπαρνείται & απαρνιέταιαπαρνιούνται & απαρνούνται & απαρνιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαπαρνείστε & απαρνιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήαπαρνούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαρνήθηκααπαρνηθήκαμε
Βαπαρνήθηκεςαπαρνηθήκατε
Γαπαρνήθηκεαπαρνήθηκαν & απαρνηθήκαν προφ. & απαρνηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαρνηθώαπαρνηθούμε
Βαπαρνηθείςαπαρνηθείτε
Γαπαρνηθείαπαρνηθούν & απαρνηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαπαρνήσουαπαρνηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαπαρνηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααπαρνιόμουν & απαρνιόμουνα προφ. & απαρνούμουν προφ. απαρνιόμασταν & απαρνιόμαστε & απαρνούμασταν προφ. & απαρνούμαστε προφ.
Βαπαρνιόσουν & απαρνιόσουνα προφ. απαρνιόσασταν & απαρνιόσαστε προφ.
Γαπαρνιόταν & απαρνιότανε προφ. & απαρνούνταν προφ. απαρνιούνταν & απαρνιόνταν & απαρνιόντανε προφ. & απαρνιόντουσαν προφ. & απαρνούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαπαρνημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

απαρνούμαι & απαρνιέμαι ρήμ.

  1. Σαρνούμαι4, αποκηρύσσω1: Απαρνήθηκε το μωαμεθανισμό.
  2. Σεγκαταλείπω1, αφήνω2: Απαρνήθηκε τα εγκόσμια.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.