Λεξισκόπιο: αξιώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-ξι-ώ-νω

Μορφολογία

αξιώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιώνωαξιώνουμε & αξιώνομε διαλ.
Βαξιώνειςαξιώνετε
Γαξιώνειαξιώνουν & αξιώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαξίωνεαξιώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαξιώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξίωσααξιώσαμε
Βαξίωσεςαξιώσατε
Γαξίωσεαξίωσαν & αξιώσαν προφ. & αξιώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιώσωαξιώσουμε & αξιώσομε διαλ.
Βαξιώσειςαξιώσετε
Γαξιώσειαξιώσουν & αξιώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαξίωσεαξιώσετε & αξιώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαξιώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξίωνααξιώναμε
Βαξίωνεςαξιώνατε
Γαξίωνεαξίωναν & αξιώναν προφ. & αξιώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιώνομαιαξιωνόμαστε
Βαξιώνεσαιαξιώνεστε & αξιωνόσαστε προφ.
Γαξιώνεταιαξιώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαξιώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαξιούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιώθηκααξιωθήκαμε
Βαξιώθηκεςαξιωθήκατε
Γαξιώθηκεαξιώθηκαν & αξιωθήκαν προφ. & αξιωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιωθώαξιωθούμε
Βαξιωθείςαξιωθείτε
Γαξιωθείαξιωθούν & αξιωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαξιώσουαξιωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαξιωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααξιωνόμουν & αξιωνόμουνα προφ. αξιωνόμασταν & αξιωνόμαστε
Βαξιωνόσουν & αξιωνόσουνα προφ. αξιωνόσασταν & αξιωνόσαστε προφ.
Γαξιωνόταν & αξιωνότανε προφ. αξιώνονταν & αξιωνόντανε προφ. & αξιωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαξιωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αξιώνω ρήμ.

Σαπαιτώ, ζητάω3: Αξιώνει να του μιλούν στον πληθυντικό.

αξιώνομαι

Σέχω την τύχη, καταφέρνω1, κατορθώνω: Αξιώθηκε να κάνει το ταξίδι που λαχταρούσε.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.