Λεξισκόπιο: ανεξαρτητοποιούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-νε-ξαρ-τη-το-ποι-ού-μαι

Μορφολογία

ανεξαρτητοποιώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιώανεξαρτητοποιούμε
Βανεξαρτητοποιείςανεξαρτητοποιείτε
Γανεξαρτητοποιείανεξαρτητοποιούν & ανεξαρτητοποιούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανεξαρτητοποιείτε
Ενεστώτας-Μετοχήανεξαρτητοποιώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποίησαανεξαρτητοποιήσαμε
Βανεξαρτητοποίησεςανεξαρτητοποιήσατε
Γανεξαρτητοποίησεανεξαρτητοποίησαν & ανεξαρτητοποιήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιήσωανεξαρτητοποιήσουμε & ανεξαρτητοποιήσομε διαλ.
Βανεξαρτητοποιήσειςανεξαρτητοποιήσετε
Γανεξαρτητοποιήσειανεξαρτητοποιήσουν & ανεξαρτητοποιήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανεξαρτητοποίησεανεξαρτητοποιήσετε & ανεξαρτητοποιήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοανεξαρτητοποιήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιούσαανεξαρτητοποιούσαμε
Βανεξαρτητοποιούσεςανεξαρτητοποιούσατε
Γανεξαρτητοποιούσεανεξαρτητοποιούσαν & ανεξαρτητοποιούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιούμαιανεξαρτητοποιούμαστε & ανεξαρτητοποιόμαστε
Βανεξαρτητοποιείσαιανεξαρτητοποιείστε & ανεξαρτητοποιόσαστε προφ.
Γανεξαρτητοποιείταιανεξαρτητοποιούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανεξαρτητοποιείστε
Ενεστώτας-Μετοχήανεξαρτητοποιούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιήθηκαανεξαρτητοποιηθήκαμε
Βανεξαρτητοποιήθηκεςανεξαρτητοποιηθήκατε
Γανεξαρτητοποιήθηκεανεξαρτητοποιήθηκαν & ανεξαρτητοποιηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιηθώανεξαρτητοποιηθούμε
Βανεξαρτητοποιηθείςανεξαρτητοποιηθείτε
Γανεξαρτητοποιηθείανεξαρτητοποιηθούν & ανεξαρτητοποιηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανεξαρτητοποιήσουανεξαρτητοποιηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανεξαρτητοποιηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανεξαρτητοποιόμουν & ανεξαρτητοποιόμουνα προφ. ανεξαρτητοποιόμασταν & ανεξαρτητοποιόμαστε
Βανεξαρτητοποιόσουν & ανεξαρτητοποιόσουνα προφ. ανεξαρτητοποιόσασταν & ανεξαρτητοποιόσαστε προφ.
Γανεξαρτητοποιούνταν & ανεξαρτητοποιόταν & ανεξαρτητοποιείτο λόγ. & ανεξαρτητοποιότανε προφ. ανεξαρτητοποιούνταν & ανεξαρτητοποιόνταν & ανεξαρτητοποιούντο λόγ. & ανεξαρτητοποιόντανε προφ. & ανεξαρτητοποιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήανεξαρτητοποιημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανεξαρτητοποιούμαι ρήμ.

Σαυτονομούμαι, χειραφετούμαι, απελευθερώνομαι1: Αποφάσισε να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά του.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.