Λεξισκόπιο: αναθέτω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-θέ-τω

Μορφολογία

αναθέτω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναθέτωαναθέτουμε & αναθέτομε διαλ.
Βαναθέτειςαναθέτετε
Γαναθέτειαναθέτουν & αναθέτουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάθετεαναθέτετε
Ενεστώτας-Μετοχήαναθέτοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέθεσα & ανάθεσα προφ. αναθέσαμε
Βανέθεσες & ανάθεσες προφ. αναθέσατε
Γανέθεσε & ανάθεσε προφ. ανέθεσαν & ανάθεσαν προφ. & αναθέσαν προφ. & αναθέσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναθέσωαναθέσουμε & αναθέσομε διαλ.
Βαναθέσειςαναθέσετε
Γαναθέσειαναθέσουν & αναθέσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάθεσεαναθέσετε & αναθέστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναθέσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέθετα & ανάθετα προφ. αναθέταμε
Βανέθετες & ανάθετες προφ. αναθέτατε
Γανέθετε & ανάθετε προφ. ανέθεταν & ανάθεταν προφ. & αναθέταν προφ. & αναθέτανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανατίθεμαιανατιθέμεθα λόγ.
Βανατίθεσαιανατίθεσθε λόγ.
Γανατίθεταιανατίθενται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανατίθεστε & ανατίθεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήανατιθέμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανατέθηκα & ανετέθην λόγ. ανατεθήκαμε
Βανατέθηκες & ανετέθης λόγ. ανατεθήκατε
Γανατέθηκε & ανετέθη λόγ. ανατέθηκαν & ανετέθησαν λόγ. & ανατεθήκαν προφ. & ανατεθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανατεθώανατεθούμε
Βανατεθείςανατεθείτε
Γανατεθείανατεθούν & ανατεθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναθέσουανατεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανατεθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γανατίθετο λόγ. & ανετίθετο λόγ. ανατίθεντο λόγ. & ανετίθεντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήανατεθειμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναθέτω ρήμ.

Σεμπιστεύομαι2, δίνω10: Ανέθεσε την υπόθεση σε δικηγόρο.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.