Λεξισκόπιο: αιχμηρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αιχ-μη-ρός

Μορφολογία

αιχμηρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαιχμηρόςοιαιχμηροί
Γενικήτουαιχμηρούτωναιχμηρών
Αιτιατικήτοναιχμηρότουςαιχμηρούς
Κλητική αιχμηρέ αιχμηροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαιχμηρήοιαιχμηρές
Γενικήτηςαιχμηρήςτωναιχμηρών
Αιτιατικήτηναιχμηρήτιςαιχμηρές
Κλητική αιχμηρή αιχμηρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαιχμηρότααιχμηρά
Γενικήτουαιχμηρούτωναιχμηρών
Αιτιατικήτοαιχμηρότααιχμηρά
Κλητική αιχμηρό αιχμηρά

αιχμηρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαιχμηρότεροςοιαιχμηρότεροι
Γενικήτουαιχμηρότερουτωναιχμηρότερων
Αιτιατικήτοναιχμηρότεροτουςαιχμηρότερους
Κλητική αιχμηρότερε αιχμηρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαιχμηρότερηοιαιχμηρότερες
Γενικήτηςαιχμηρότερηςτωναιχμηρότερων
Αιτιατικήτηναιχμηρότερητιςαιχμηρότερες
Κλητική αιχμηρότερη αιχμηρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαιχμηρότεροτααιχμηρότερα
Γενικήτουαιχμηρότερουτωναιχμηρότερων
Αιτιατικήτοαιχμηρότεροτααιχμηρότερα
Κλητική αιχμηρότερο αιχμηρότερα

αιχμηρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαιχμηρότατοςοιαιχμηρότατοι
Γενικήτουαιχμηρότατουτωναιχμηρότατων
Αιτιατικήτοναιχμηρότατοτουςαιχμηρότατους
Κλητική αιχμηρότατε αιχμηρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαιχμηρότατηοιαιχμηρότατες
Γενικήτηςαιχμηρότατηςτωναιχμηρότατων
Αιτιατικήτηναιχμηρότατητιςαιχμηρότατες
Κλητική αιχμηρότατη αιχμηρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαιχμηρότατοτααιχμηρότατα
Γενικήτουαιχμηρότατουτωναιχμηρότατων
Αιτιατικήτοαιχμηρότατοτααιχμηρότατα
Κλητική αιχμηρότατο αιχμηρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αιχμηρός επίθ.

  1. Σμυτερός, σουβλερός1, κοφτερός1: αιχμηρό εργαλείο Ααμβλύς
  2. Σδηκτικός, καυστικός: αιχμηρή κριτική

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.