Lexiscope: βυθομετρώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

βυ-θο-με-τρώ

Morphology

βυθομετρώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβυθομετρώ & βυθομετράω oral. βυθομετράμε & βυθομετρούμε
2ndβυθομετράς & βυθομετρείςβυθομετράτε & βυθομετρείτε
3rdβυθομετρά & βυθομετρεί & βυθομετράει oral. βυθομετρούν & βυθομετράν oral. & βυθομετράνε oral. & βυθομετρούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndβυθομέτρα oral. & βυθομέτραγε oral. βυθομετράτε
Present-Participleβυθομετρώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβυθομέτρησαβυθομετρήσαμε
2ndβυθομέτρησεςβυθομετρήσατε
3rdβυθομέτρησεβυθομέτρησαν & βυθομετρήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβυθομετρήσωβυθομετρήσουμε & βυθομετρήσομε dial.
2ndβυθομετρήσειςβυθομετρήσετε
3rdβυθομετρήσειβυθομετρήσουν & βυθομετρήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndβυθομέτρησε & βυθομέτρα oral. βυθομετρήσετε & βυθομετρήστε
Simple past-Infinitiveβυθομετρήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stβυθομετρούσα & βυθομέτραγα oral. βυθομετρούσαμε & βυθομετράγαμε oral.
2ndβυθομετρούσες & βυθομέτραγες oral. βυθομετρούσατε & βυθομετράγατε oral.
3rdβυθομετρούσε & βυθομέτραγε oral. βυθομετρούσαν & βυθομέτραγαν oral. & βυθομετράγαν oral. & βυθομετράγανε oral. & βυθομετρούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβυθομετριέμαιβυθομετριόμαστε
2ndβυθομετριέσαιβυθομετριέστε & βυθομετριόσαστε oral.
3rdβυθομετριέταιβυθομετριούνται & βυθομετριόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndβυθομετριέστε
Present-Participleβυθομετρούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβυθομετρήθηκαβυθομετρηθήκαμε
2ndβυθομετρήθηκεςβυθομετρηθήκατε
3rdβυθομετρήθηκεβυθομετρήθηκαν & βυθομετρηθήκαν oral. & βυθομετρηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβυθομετρηθώβυθομετρηθούμε
2ndβυθομετρηθείςβυθομετρηθείτε
3rdβυθομετρηθείβυθομετρηθούν & βυθομετρηθούνε oral.
Simple past-Imperative
Plural
2ndβυθομετρηθείτε
Simple past-Infinitiveβυθομετρηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stβυθομετριόμουν & βυθομετριόμουνα oral. βυθομετριόμασταν & βυθομετριόμαστε
2ndβυθομετριόσουν & βυθομετριόσουνα oral. βυθομετριόσασταν & βυθομετριόσαστε oral.
3rdβυθομετριόταν & βυθομετριότανε oral. βυθομετριούνταν & βυθομετριόνταν & βυθομετριόντανε oral. & βυθομετριόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleβυθομετρημένος

Synonyms - Antonyms

βυθομετρώ v. NAUT.

Sγραδάρω, βολιδοσκοπώ3

Προθήματα - Επιθήματα

-μετρ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -μετρ- αναφέρονται στη μέτρηση, δηλ. στην έκφραση ενός φαινομένου ή μιας ποσότητας του κόσμου με κάποιο φυσικό μέγεθος.Το συστατικό -μετρ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα μετρώ. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-μετράω [metráo]

Για παράδειγμα, όταν κανείς φυλλομετράει ένα περιοδικό, το ξεφυλλίζει, διατρέχει γρήγορα τις σελίδες του.

καταμετράω/-ώ, προσμετράω/-ώ, φυλλομετράω/-ώ, χρονομετράω/-ώ

-μετρώ [metró]

Για παράδειγμα, όταν κανείς σφυγμομετρεί παίρνει το σφυγμό κάποιου ή κάνει σφυγμομέτρηση.

βυθομετρώ, γεωμετρώ, εμβαδομετρώ (σπάνιο), θερμομετρώ, ογκομετρώ, σφυγμομετρώ, χιλιομετρώ (σπάνιο), χωρομετρώ

Ουσιαστικά

-μέτρης [métris]

Για παράδειγμα, ο γεωμέτρης είναι ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωμετρία.

γεωμέτρης, χρονομέτρης, χωρομέτρης

-μέτρηση [métrisi]

Για παράδειγμα, η σφυγμομέτρηση είναι έρευνα σε δείγμα πληθυσμού για κοινωνικά, πολιτικά και άλλα θέματα.

βυθομέτρηση, γεωμέτρηση, θερμομέτρηση, καταμέτρηση, λιπομέτρηση, ογκομέτρηση, σφυγμομέτρηση, τριγωνομέτρηση, υδρομέτρηση, φωτομέτρηση, χρονομέτρηση, χωρομέτρηση

-μετρητής [metritís]

Για παράδειγμα, ο λιπομετρητής είναι το όργανο μέτρησης του σωματικού λίπους.

βυθομετρητής, δοσομετρητής, λιπομετρητής, οινοπνευματομετρητής, υδρομετρητής, υψομετρητής, χιλιομετρητής, χρονομετρητής

-μετρία [metría]

Για παράδειγμα, η φωτομετρία είναι κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση μεγεθών που έχουν σχέση με το φως· η κοινωνιομετρία είναι ποσοτική μέθοδος μελέτης των κοινωνικών σχέσεων.

ακοομετρία / ακουομετρία, βαθυμετρία, γεωμετρία, εργομετρία, ηλεκτρομετρία, θερμιδομετρία, κοινωνιομετρία, ογκομετρία, οσμομετρία, σεισμομετρία, στερεομετρία, τοπομετρία, τριγωνομετρία, φωτομετρία, χρονομετρία, ψυχομετρία

-μετρο [metro]

Για παράδειγμα, το θερμόμετρο είναι το όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας· το παρκόμετρο είναι το όργανο που μετράει και ελέγχει το χρόνο στάθμευσης των αυτοκινήτων.

ακοόμετρο / ακουόμετρο, ακτινόμετρο, αλκοολόμετρο, βαρόμετρο, βολτάμετρο, βολτόμετρο, βυθόμετρο, γωνιόμετρο, δυναμόμετρο, θερμιδόμετρο, μανόμετρο, ογκόμετρο, οδόμετρο, οινοπνευματόμετρο, παρκόμετρο, πεχάμετρο (= όργανο μέτρησης του pH ενός υδατικού διαλύματος), πιεσόμετρο, πυκνόμετρο, πυρόμετρο, σεισμόμετρο, σταγονόμετρο, στροφόμετρο, ταξίμετρο, ταχόμετρο, ταχύμετρο, υγρόμετρο, υδρόμετρο, υποδεκάμετρο, φωτόμετρο, χρονόμετρο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(φυς.) Το -μετρο σχηματίζει λέξεις του λεξιλογίου της φυσικής που δηλώνουν υποδιαιρέσεις ή πολλαπλάσια του μέτρου ως μονάδας μέτρησης του μήκους.

εκατοστόμετρο, μικρόμετρο, χιλιόμετρο, χιλιοστόμετρο

Κάποιες λέξεις έχουν ιδιαίτερες σημασίες: το επίμετρο είναι ένα κεφάλαιο με ειδικό θέμα που παρατίθεται στο τέλος ενός επιστημονικού βιβλίου, ενώ βλακόμετρο λέμε ειρωνικά κάποιον που είναι πολύ βλάκας.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις προέρχονται από ξένες λέξεις με βʹ συστατικό -metron το οποίο προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό μέτρον (π.χ. θερμόμετρο - γαλλ. thermomètre, υγρόμετρο - γαλλ. hygromètre).

-μετρος [metros] (θηλ.)

Για παράδειγμα, η διάμετρος είναι ένα ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο σημεία της περιφέρειας ενός κύκλου και διέρχεται από το κέντρο του.

διάμετρος (γεωμ.), παράμετρος, περίμετρος (γεωμ.)

Επίθετα

-μέτρητος [métritos], -μέτρητη, -μέτρητο

Για παράδειγμα, μια λίμνη είναι αβυθομέτρητη όταν το βάθος της δεν έχει μετρηθεί ποτέ ή δεν μπορεί να μετρηθεί.

αβυθομέτρητος, αγεωμέτρητος, αδιαμέτρητος, ακαταμέτρητος, αμέτρητος, απροσμέτρητος

✔ Τα επίθετα αυτά σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-μετρικός [metrikós], -μετρική, -μετρικό

Για παράδειγμα, η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ δύο πόλεων μετριέται σε χιλιόμετρα· δύο πλευρές είναι συμμετρικές όταν βρίσκονται σε συμμετρία μεταξύ τους.

αντιδιαμετρικός, βαρομετρικός, βυθομετρικός, γεωμετρικός, εμβαδομετρικός, ηλεκτρομετρικός, θερμιδομετρικός, ισομετρικός, ογκομετρικός, οικονομετρικός, οπτικομετρικός, παραμετρικός, περιμετρικός, στερεομετρικός, συμμετρικός, τριγωνομετρικός, υδρομετρικός, υψομετρικός, φωτομετρικός, χιλιομετρικός, χωρομετρικός, ψυχομετρικός

-μετρος [metros], -μετρη, -μετρο

Για παράδειγμα, ένας δίμετρος τοίχος έχει ύψος δύο μέτρα· οι υπέρμετρες φιλοδοξίες είναι υπερβολικές· έμμετρο είναι το κείμενο που δεν είναι πεζό, αλλά είναι γραμμένο σε στίχους.

άμετρος, ασύμμετρος, δίμετρος, έμμετρος, πεντάμετρος, τετράμετρος, τρίμετρος, υπέρμετρος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.