Lexiscope: βολιδοσκοπώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

βο-λι-δο-σκο-πώ

Morphology

βολιδοσκοπώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβολιδοσκοπώβολιδοσκοπούμε
2ndβολιδοσκοπείςβολιδοσκοπείτε
3rdβολιδοσκοπείβολιδοσκοπούν & βολιδοσκοπούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndβολιδοσκοπείτε
Present-Participleβολιδοσκοπώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβολιδοσκόπησαβολιδοσκοπήσαμε
2ndβολιδοσκόπησεςβολιδοσκοπήσατε
3rdβολιδοσκόπησεβολιδοσκόπησαν & βολιδοσκοπήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβολιδοσκοπήσωβολιδοσκοπήσουμε & βολιδοσκοπήσομε dial.
2ndβολιδοσκοπήσειςβολιδοσκοπήσετε
3rdβολιδοσκοπήσειβολιδοσκοπήσουν & βολιδοσκοπήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndβολιδοσκόπησεβολιδοσκοπήσετε & βολιδοσκοπήστε
Simple past-Infinitiveβολιδοσκοπήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stβολιδοσκοπούσαβολιδοσκοπούσαμε
2ndβολιδοσκοπούσεςβολιδοσκοπούσατε
3rdβολιδοσκοπούσεβολιδοσκοπούσαν & βολιδοσκοπούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stβολιδοσκοπούμαιβολιδοσκοπούμαστε
2ndβολιδοσκοπείσαιβολιδοσκοπείστε
3rdβολιδοσκοπείταιβολιδοσκοπούνται
Present-Imperative
Plural
2ndβολιδοσκοπείστε
Present-Participleβολιδοσκοπούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stβολιδοσκοπήθηκαβολιδοσκοπηθήκαμε
2ndβολιδοσκοπήθηκεςβολιδοσκοπηθήκατε
3rdβολιδοσκοπήθηκεβολιδοσκοπήθηκαν & βολιδοσκοπηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stβολιδοσκοπηθώβολιδοσκοπηθούμε
2ndβολιδοσκοπηθείςβολιδοσκοπηθείτε
3rdβολιδοσκοπηθείβολιδοσκοπηθούν & βολιδοσκοπηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndβολιδοσκοπήσουβολιδοσκοπηθείτε
Simple past-Infinitiveβολιδοσκοπηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdβολιδοσκοπούνταν & βολιδοσκοπείτο learn. βολιδοσκοπούνταν & βολιδοσκοπούντο learn.
Present Perfect-Participleβολιδοσκοπημένος

Synonyms - Antonyms

βολιδοσκοπώ v.

  1. Sψαρεύω2 oral, ξεψαχνίζω2 oral
  2. Sανιχνεύω2, διερευνώ: Θα βολιδοσκοπήσω τις προθέσεις του.
  3.  NAUT. Sβυθομετρώ

Προθήματα - Επιθήματα

-σκοπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -σκοπ- αναφέρονται σε κάτι που γίνεται με μεγάλη προσοχή και παρακολουθείται προσεκτικά ή σε κάτι που γίνεται με κάποιο σκοπό.Το συστατικό -σκοπ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα σκοπώ (= βλέπω, αποβλέπω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-σκοπώ [skopó]

Για παράδειγμα, βιντεοσκοπώ κάτι όταν το τραβάω με βιντεοκάμερα, κερδοσκοπώ όταν ενεργώ με σκοπό να έχω κέρδος πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο ή το κανονικό.

βιντεοσκοπώ, βολιδοσκοπώ, δημοσκοπώ, ενδοσκοπώ, καιροσκοπώ, κερδοσκοπώ, μαγνητοσκοπώ, ομφαλοσκοπώ, στηθοσκοπώ

Ουσιαστικά

-σκοπείο [skopío]

Για παράδειγμα, το αστεροσκοπείο είναι το επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων.

αστεροσκοπείο, επισκοπείο, μετεωροσκοπείο

-σκόπηση [skópisi]

Για παράδειγμα, ενδοσκόπηση είναι το να παρατηρούμε και να αναλύουμε τον εαυτό μας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας.

ανασκόπηση, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, δημοσκόπηση, ενδοσκόπηση, επισκόπηση, μαγνητοσκόπηση, προεπισκόπηση

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Πολλές λέξεις σε -σκόπηση ανήκουν στο ιατρικό λεξιλόγιο και δηλώνουν ειδική εξέταση ή διαγνωστική μέθοδο.

ακτινοσκόπηση, βυθοσκόπηση, γαστροσκόπηση, κολονοσκόπηση, κολποσκόπηση, λαπαροσκόπηση, λαρυγγοσκόπηση, ορθοσκόπηση, οφθαλμοσκόπηση, στηθοσκόπηση, ωτοσκόπηση

-σκοπία [skopía]

Για παράδειγμα, η κερδοσκοπία είναι η επιδίωξη, συνήθως με αθέμιτα μέσα, κέρδους που να είναι πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο.

καιροσκοπία, κερδοσκοπία, μακροσκοπία, μικροσκοπία, οιωνοσκοπία, ραβδοσκοπία, ραδιοσκοπία, στερεοσκοπία, τηλεσκοπία

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Σύμφωνα με τους ορθογραφικούς κανόνες της σχολικής Γραμματικής, οι λέξεις σε -σκοπία γράφονται με /ι/ διότι προέρχονται από ουσιαστικά (π.χ. κερδοσκόπος - κερδοσκοπία), και όχι από ρήματα σε -εύω. Εξαίρεση αποτελούν οι λέξεις κατασκοπεία και αντικατασκοπεία, οι οποίες προέρχονται από το ρήμα κατασκοπεύω και γι' αυτό γράφονται με /ει/.

-σκόπιο [skópio]

Για παράδειγμα, το στηθοσκόπιο είναι το όργανο που χρησιμοποιεί ο γιατρός για να ακούσει τους ήχους που προέρχονται από το στήθος μας.

αρθροσκόπιο, βρογχοσκόπιο, βυθοσκόπιο, διαφανοσκόπιο, εικονοσκόπιο, καλειδοσκόπιο, καρδιοσκόπιο, λαπαροσκόπιο, μαγνητοσκόπιο, μητροσκόπιο, μικροσκόπιο, παλμοσκόπιο, περισκόπιο, σεισμοσκόπιο, στερεοσκόπιο, στηθοσκόπιο, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο

-σκοπος [skopos]

Για παράδειγμα, ο κατάσκοπος προσπαθεί να μάθει στρατιωτικά ή κρατικά μυστικά μιας ξένης χώρας.

αντικατάσκοπος, αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος, κατάσκοπος, ναυτοπρόσκοπος, πρόσκοπος

-σκόπος [skópos]

Για παράδειγμα, ο οιωνοσκόπος παρακολουθεί και μελετά προσεκτικά τους οιωνούς, ενώ ο καιροσκόπος περιμένει τον κατάλληλο καιρό για κάποιο σκοπό.

δημοσκόπος, καιροσκόπος, κερδοσκόπος, οιωνοσκόπος, ομφαλοσκόπος, ονειροσκόπος, ραβδοσκόπος, τερατοσκόπος, ωροσκόπος

Επίθετα

-σκοπικός [skopikós], -σκοπική, -σκοπικό

Για παράδειγμα, η μικροσκοπική εξέταση γίνεται με το μικροσκόπιο.

ενδοσκοπικός, επισκοπικός, κερδοσκοπικός, μακροσκοπικός, μικροσκοπικός, προσκοπικός, στερεοσκοπικός, τηλεσκοπικός

-σκοπος [skopos], -σκοπη, -σκοπο (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν κάτι είναι άσκοπο δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό ή δε φέρνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα.

άσκοπος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.