Λεξισκόπιο: ψέγω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψέ-γω

Μορφολογία

ψέγω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψέγωψέγουμε & ψέγομε διαλ.
Βψέγειςψέγετε
Γψέγειψέγουν & ψέγουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψέγεψέγετε
Ενεστώτας-Μετοχήψέγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέψεξαψέξαμε
Βέψεξεςψέξατε
Γέψεξεέψεξαν & ψέξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψέξωψέξουμε & ψέξομε διαλ.
Βψέξειςψέξετε
Γψέξειψέξουν & ψέξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψέξεψέξετε & ψέξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοψέξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέψεγαψέγαμε
Βέψεγεςψέγατε
Γέψεγεέψεγαν & ψέγανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψέγω ρήμ. λόγ.

Σεπικρίνω, κατηγορώ1, επιτιμώ, μέμφομαι λόγ.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.