Lexiscope: ψευτογιατρός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ψευ-το-για-τρός

Morphology

ψευτογιατρός n. masc.

SingularPlural
Nominativeοψευτογιατρόςοιψευτογιατροί
Genitiveτουψευτογιατρούτωνψευτογιατρών
Accusativeτονψευτογιατρότουςψευτογιατρούς
Vocative ψευτογιατρέ ψευτογιατροί

ψευτογιατρός n. fem.

SingularPlural
Nominativeηψευτογιατρόςοιψευτογιατροί
Genitiveτηςψευτογιατρούτωνψευτογιατρών
Accusativeτηνψευτογιατρότιςψευτογιατρούς
Vocative ψευτογιατρέ ψευτογιατροί

Προθήματα - Επιθήματα

ψευτο- [psefto]

ψευτό- [pseftó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το ουσιαστικό ψεύτης.

1. Ψεύτικο, προσποιητό

Το ψευτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ιδιότητα είναι ψεύτικη ή προσποιητή. Για παράδειγμα, ο ψευτόμαγκας παριστάνει το μάγκα ενώ στην πραγματικότητα είναι δειλός· οι ψευτοευγένειες είναι πράξεις που δεν περιέχουν ειλικρινή ευγένεια.

ψευτογιατρός, ψευτοδίλημμα, ψευτοευγένεια, ψευτόμαγκας, ψευτοπατριώτης, ψευτοφιλία, ψευτοφιλόσοφος

2. Σε μικρό βαθμό

Στον καθημερινό λόγο, το ψευτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται σε πολύ μικρό βαθμό ή με δυσκολία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος ψευτοδουλεύει δουλεύει λίγο και περιστασιακά, δεν έχει κανονική και πλήρη απασχόληση.

ψευτοδιαβάζω, ψευτοδουλεύω, ψευτοζώ, ψευτοκοιμάμαι, ψευτοπερνάω

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μικρό βαθμό (υποκοριστική σημασία) βλ. υπο-* και ψιλο-*.


4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.