Lexiscope: χρησμοδοτώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χρη-σμο-δο-τώ

Morphology

χρησμοδοτώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχρησμοδοτώχρησμοδοτούμε
2ndχρησμοδοτείςχρησμοδοτείτε
3rdχρησμοδοτείχρησμοδοτούν & χρησμοδοτούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndχρησμοδοτείτε
Present-Participleχρησμοδοτώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχρησμοδότησαχρησμοδοτήσαμε
2ndχρησμοδότησεςχρησμοδοτήσατε
3rdχρησμοδότησεχρησμοδότησαν & χρησμοδοτήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχρησμοδοτήσωχρησμοδοτήσουμε & χρησμοδοτήσομε dial.
2ndχρησμοδοτήσειςχρησμοδοτήσετε
3rdχρησμοδοτήσειχρησμοδοτήσουν & χρησμοδοτήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχρησμοδότησεχρησμοδοτήσετε & χρησμοδοτήστε
Simple past-Infinitiveχρησμοδοτήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχρησμοδοτούσαχρησμοδοτούσαμε
2ndχρησμοδοτούσεςχρησμοδοτούσατε
3rdχρησμοδοτούσεχρησμοδοτούσαν & χρησμοδοτούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχρησμοδοτούμαιχρησμοδοτούμαστε
2ndχρησμοδοτείσαιχρησμοδοτείστε
3rdχρησμοδοτείταιχρησμοδοτούνται
Present-Imperative
Plural
2ndχρησμοδοτείστε
Present-Participleχρησμοδοτούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχρησμοδοτήθηκαχρησμοδοτηθήκαμε
2ndχρησμοδοτήθηκεςχρησμοδοτηθήκατε
3rdχρησμοδοτήθηκεχρησμοδοτήθηκαν & χρησμοδοτηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχρησμοδοτηθώχρησμοδοτηθούμε
2ndχρησμοδοτηθείςχρησμοδοτηθείτε
3rdχρησμοδοτηθείχρησμοδοτηθούν & χρησμοδοτηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχρησμοδοτήσουχρησμοδοτηθείτε
Simple past-Infinitiveχρησμοδοτηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdχρησμοδοτούνταν & χρησμοδοτείτο learn. χρησμοδοτούνταν & χρησμοδοτούντο learn.
Present Perfect-Participleχρησμοδοτημένος

Synonyms - Antonyms

χρησμοδοτώ v.

Sδίνω χρησμό, προφητεύω, προλέγω2

Προθήματα - Επιθήματα

-δο-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δο- (-δοσ- ή -δοτ-) αναφέρονται στην πράξη «δίνω κάτι».Το συστατικό -δο- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δίδωμι (= δίνω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δοτώ [δotó]

Για παράδειγμα, χρηματοδοτεί κανείς ένα έργο όταν δίνει χρήματα για την υλοποίησή του· γνωμοδοτεί σχετικά με κάποιο θέμα όταν λέει τη γνώμη του.

γνωμοδοτώ, δανειοδοτώ, δικαιοδοτώ, εξουσιοδοτώ, επιδοτώ, ηλεκτροδοτώ, κληροδοτώ, μειοδοτώ, μισθοδοτώ, ορκοδοτώ, πλειοδοτώ, πριμοδοτώ, πυροδοτώ, σηματοδοτώ, συνταξιοδοτώ, τιτλοδοτώ, τροφοδοτώ, υδροδοτώ, χρηματοδοτώ, χρησμοδοτώ

Ουσιαστικά

-δοσία [δosía]

Για παράδειγμα, η μισθοδοσία είναι η πληρωμή μισθού σε κάποιον· η αιμοδοσία είναι η προσφορά αίματος από αιμοδότη για να γίνει μετάγγιση σε κάποιον άρρωστο που το έχει ανάγκη.

αιμοδοσία, δικαιοδοσία, εγγυοδοσία (νομ.), εργοδοσία, κληροδοσία (νομ.), λογοδοσία, μειοδοσία, μισθοδοσία, ονοματοδοσία, ορκοδοσία, πλειοδοσία, προδοσία, σηματοδοσία, τροφοδοσία, χρησμοδοσία

-δότης [δótis] (θηλ. -δότρια)

Για παράδειγμα, ο εργοδότης είναι αυτός που δίνει εργασία και πληρώνει για αυτήν· ο πληροφοριοδότης δίνει πληροφορίες για κάποιον ή για κάτι, συνήθως στα πλαίσια έρευνας.

αιμοδότης, δανειοδότης, εγγυοδότης, εκδότης, εντολοδότης, εργοδότης, καταδότης, μισθοδότης (σπάνιο), ονοματοδότης, πληροφοριοδότης, προδότης, τροφοδότης, φωτοδότης, χρηματοδότης, χρησμοδότης

✔ Στον προφορικό λόγο, κάποια από αυτά τα ουσιαστικά σχηματίζουν και θηλυκό σε -τρα (π.χ. καταδότρα, προδότρα).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένα ουσιαστικά σε -δότης δηλώνουν συσκευή, όργανο ή εργαλείο. Για παράδειγμα, στις διασταυρώσεις των δρόμων υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες, δηλαδή φανάρια· ο βηματοδότης είναι η συσκευή που υποβοηθεί τη λειτουργία της καρδιάς.

αναμεταδότης, βηματοδότης, μεταδότης, ρευματοδότης, σηματοδότης, τονοδότης

-δότημα [δótima]

Για παράδειγμα, το κληροδότημα είναι ένα χρηματικό ποσό ή ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη του για να διατεθεί στο δημόσιο ή για κοινωφελείς σκοπούς.

γνωμοδότημα (σπάνιο), κληροδότημα, χρησμοδότημα

-δότηση [δótisi]

Για παράδειγμα, η συνταξιοδότηση είναι η παροχή σύνταξης σε κάποιον· η σηματοδότηση ενός δρόμου είναι η τοποθέτηση σημάτων για τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας.

ανατροφοδότηση, γνωμοδότηση, δανειοδότηση, εξουσιοδότηση, επιδότηση, ηλεκτροδότηση, μισθοδότηση, νοηματοδότηση, σηματοδότηση, συνταξιοδότηση, τροφοδότηση, υδροδότηση, χρηματοδότηση, χρησμοδότηση

Επίθετα

-δοτικός [δotikós], -δοτική, -δοτικό

Για παράδειγμα, ένας πυροδοτικός μηχανισμός μεταδίδει φωτιά στην εκρηκτική ύλη, δηλαδή την πυροδοτεί.

αιμοδοτικός, γνωμοδοτικός, δανειοδοτικός, εργοδοτικός, ηλεκτροδοτικός, λογοδοτικός, μειοδοτικός, μεταδοτικός, μισθοδοτικός, πυροδοτικός, συνταξιοδοτικός, τροφοδοτικός, χρηματοδοτικός, χρησμοδοτικός

-δοτος [δotos], -δοτη, -δοτο

Για παράδειγμα, ετοιμοπαράδοτο είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να παραδοθεί αμέσως στον αγοραστή.

αμετάδοτος, ανέκδοτος, ανένδοτος, αντίδοτος, έκδοτος, ετοιμοπαράδοτος, πατροπαράδοτος

✔ Κάποια από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. ανέκδοτο, αντίδοτο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.