Lexiscope: χιλιετηρίδα

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χι-λι-ε-τη-ρί-δα

Morphology

χιλιετηρίδα n. fem.

SingularPlural
Nominativeηχιλιετηρίδαοιχιλιετηρίδες
Genitiveτηςχιλιετηρίδαςτωνχιλιετηρίδων
Accusativeτηχιλιετηρίδατιςχιλιετηρίδες
Vocative χιλιετηρίδα χιλιετηρίδες

Προθήματα - Επιθήματα

χιλιο- [x̃ilio] ή [x̃il̃o]

χιλιό- [x̃ilió] ή [x̃il̃ó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
χιλι- [x̃ili] και χιλί- [x̃ilí] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το αριθμητικό χίλια.

1. Χίλια μέρη

Το χιλιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποτελείται από χίλια όμοια μέρη. Για παράδειγμα, μία περίοδος λέγεται χιλιετής όταν διαρκεί χίλια έτη.

χιλιαρχία

χιλιετής, -ής, -ές

χιλιόδραχμο

χιλιόχρονος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. μισο-*, ημι-*, μονο-*, δι-*, τρι-*, τετρα-*, πεντα-*, δεκα-*.

2. Μονάδα μέτρησης

(επιστημ.) Το χιλιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ένα πολλαπλάσιο της μονάδας μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους κατά 1.000 φορές. Για παράδειγμα, το χιλιόγραμμο (όπως λέγεται αλλιώς το κιλό) ισούται με χίλια γραμμάρια.

χιλιόγραμμο, χιλιόκυκλος, χιλιόλιτρο, χιλιόμετρο

✔ (πληροφ.) Στον τομέα της πληροφορικής, η λέξη χιλιοψηφιολέξη αποδίδει τον ξένο όρο κιλομπάιτ.

✔ Την ίδια σημασία έχει και το αʹ συστατικό κιλο-* σε λέξεις ξένης προέλευσης, όπως κιλοχέρτς (= χιλιόκυκλος).

⇨ Για την αντίστοιχη αρνητική τιμή βλ. μιλι-* και χιλιοστο-*.

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μονάδα μέτρησης βλ. γιγα-*, κιλο-*, μεγα-*, μικρο-*, μιλι-*, νανο-*, πικο-*, τερα-*, χιλιοστο-*.

3. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το χιλιο- σχηματίζει επίθετα (σπανιότερα και ρήματα) που δηλώνουν ότι μια κατάσταση συμβαίνει πολλές φορές ή σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, ένα χιλιοφορεμένο παντελόνι έχει φορεθεί πάρα πολλές φορές, ενώ όταν χιλιοευχαριστούμε κάποιον τον ευχαριστούμε πάρα πολύ.

χιλιοβασανισμένος, -η, -ο

χιλιοευχαριστώ

χιλιοδιαβασμένος, -η, -ο

χιλιοπαρακαλώ

χιλιοειπωμένος, -η, -ο

χιλιομπαλωμένος, -η, -ο

χιλιοπαιγμένος, -η, -ο

χιλιοπερπατημένος, -η, -ο

χιλιοτραγουδισμένος, -η, -ο

χιλιοτρυπημένος, -η, -ο

χιλιοφορεμένος, -η, -ο

χιλιοχρονίτικος, -η, -ο (= πολύ παλιός)

χιλιοχτυπημένος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*.

-ετ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ετ- αναφέρονται σε χρονική διάρκεια.Το συστατικό -ετ- προέρχεται από το ουσιαστικό έτος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-ετηρίδα [etiríδa]

Αναφέρεται σε επέτειο ορισμένου αριθμού ετών. Για παράδειγμα, η εικοσαετηρίδα είναι η συμπλήρωση είκοσι ετών από ένα γεγονός.

δεκαετηρίδα, εικοσαετηρίδα, εκατονταετηρίδα, πεντηκονταετηρίδα, τριακονταετηρίδα, χιλιετηρίδα

-ετία [etía]

Αναφέρεται σε χρονική διάρκεια ορισμένου αριθμού ετών. Για παράδειγμα, μια δεκαετία είναι χρονικό διάστημα δέκα ετών· η τριακονταετία είναι χρονικό διάστημα τριάντα ετών.

δεκαετία, δεκαπενταετία, διετία, εικοσαετία, εκατονταετία, πεντηκονταετία, πολυετία, τετραετία, τριακονταετία, χιλιετία

Επίθετα

-ετής [etís], -ετής, -ετές

Για παράδειγμα, ένας εικοσαετής πόλεμος διαρκεί είκοσι χρόνια· μια δευτεροετής φοιτήτρια βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της.

δεκαετής, δεκαπενταετής, δευτεροετής, δωδεκαετής, εικοσαετής, εξαετής, εξηκονταετής, μακροετής, μονοετής, ολιγοετής, πεντηκονταετής, πολυετής, πρωτοετής, τριετής

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.