Lexiscope: χειροκροτώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

χει-ρο-κρο-τώ

Morphology

χειροκροτώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχειροκροτώ & χειροκροτάω oral. χειροκροτάμε & χειροκροτούμε
2ndχειροκροτάς & χειροκροτείςχειροκροτάτε & χειροκροτείτε
3rdχειροκροτά & χειροκροτεί & χειροκροτάει oral. χειροκροτούν & χειροκροτάν oral. & χειροκροτάνε oral. & χειροκροτούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndχειροκρότα oral. & χειροκρόταγε oral. χειροκροτάτε & χειροκροτείτε
Present-Participleχειροκροτώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχειροκρότησαχειροκροτήσαμε
2ndχειροκρότησεςχειροκροτήσατε
3rdχειροκρότησεχειροκρότησαν & χειροκροτήσαν oral. & χειροκροτήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχειροκροτήσωχειροκροτήσουμε & χειροκροτήσομε dial.
2ndχειροκροτήσειςχειροκροτήσετε
3rdχειροκροτήσειχειροκροτήσουν & χειροκροτήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχειροκρότησε & χειροκρότα oral. χειροκροτήσετε & χειροκροτήστε
Simple past-Infinitiveχειροκροτήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχειροκροτούσα & χειροκρόταγα oral. χειροκροτούσαμε & χειροκροτάγαμε oral.
2ndχειροκροτούσες & χειροκρόταγες oral. χειροκροτούσατε & χειροκροτάγατε oral.
3rdχειροκροτούσε & χειροκρόταγε oral. χειροκροτούσαν & χειροκροτάγαν oral. & χειροκροτάγανε oral. & χειροκροτούσανε oral. & χειροκρόταγαν oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stχειροκροτιέμαι & χειροκροτούμαιχειροκροτιόμαστε & χειροκροτούμαστε oral.
2ndχειροκροτείσαι & χειροκροτιέσαιχειροκροτείστε & χειροκροτιέστε & χειροκροτιόσαστε oral.
3rdχειροκροτείται & χειροκροτιέταιχειροκροτιούνται & χειροκροτούνται & χειροκροτιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndχειροκροτείστε & χειροκροτιέστε
Present-Participleχειροκροτούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stχειροκροτήθηκαχειροκροτηθήκαμε
2ndχειροκροτήθηκεςχειροκροτηθήκατε
3rdχειροκροτήθηκεχειροκροτήθηκαν & χειροκροτηθήκαν oral. & χειροκροτηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stχειροκροτηθώχειροκροτηθούμε
2ndχειροκροτηθείςχειροκροτηθείτε
3rdχειροκροτηθείχειροκροτηθούν & χειροκροτηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndχειροκροτήσουχειροκροτηθείτε
Simple past-Infinitiveχειροκροτηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stχειροκροτιόμουν & χειροκροτιόμουνα oral. & χειροκροτούμουν oral. χειροκροτιόμασταν & χειροκροτιόμαστε & χειροκροτούμασταν oral. & χειροκροτούμαστε oral.
2ndχειροκροτιόσουν & χειροκροτιόσουνα oral. χειροκροτιόσασταν & χειροκροτιόσαστε oral.
3rdχειροκροτιόταν & χειροκροτείτο learn. & χειροκροτιότανε oral. & χειροκροτούνταν oral. χειροκροτιούνταν & χειροκροτιόνταν & χειροκροτούντο learn. & χειροκροτιόντανε oral. & χειροκροτιόντουσαν oral. & χειροκροτούνταν oral.
Present Perfect-Participleχειροκροτημένος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.