Lexiscope: φιλομαθής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

φι-λο-μα-θής

Morphology

φιλομαθής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφιλομαθήςοιφιλομαθείς
Genitiveτουφιλομαθούςτωνφιλομαθών
Accusativeτοφιλομαθήτουςφιλομαθείς
Vocative φιλομαθή & φιλομαθής φιλομαθείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφιλομαθήςοιφιλομαθείς
Genitiveτηςφιλομαθούςτωνφιλομαθών
Accusativeτηφιλομαθήτιςφιλομαθείς
Vocative φιλομαθή & φιλομαθής φιλομαθείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφιλομαθέςταφιλομαθή
Genitiveτουφιλομαθούςτωνφιλομαθών
Accusativeτοφιλομαθέςταφιλομαθή
Vocative φιλομαθές φιλομαθή

φιλομαθέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφιλομαθέστεροςοιφιλομαθέστεροι
Genitiveτουφιλομαθέστερουτωνφιλομαθέστερων
Accusativeτοφιλομαθέστεροτουςφιλομαθέστερους
Vocative φιλομαθέστερε φιλομαθέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφιλομαθέστερηοιφιλομαθέστερες
Genitiveτηςφιλομαθέστερηςτωνφιλομαθέστερων
Accusativeτηφιλομαθέστερητιςφιλομαθέστερες
Vocative φιλομαθέστερη φιλομαθέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφιλομαθέστεροταφιλομαθέστερα
Genitiveτουφιλομαθέστερουτωνφιλομαθέστερων
Accusativeτοφιλομαθέστεροταφιλομαθέστερα
Vocative φιλομαθέστερο φιλομαθέστερα

φιλομαθέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοφιλομαθέστατοςοιφιλομαθέστατοι
Genitiveτουφιλομαθέστατουτωνφιλομαθέστατων
Accusativeτοφιλομαθέστατοτουςφιλομαθέστατους
Vocative φιλομαθέστατε φιλομαθέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηφιλομαθέστατηοιφιλομαθέστατες
Genitiveτηςφιλομαθέστατηςτωνφιλομαθέστατων
Accusativeτηφιλομαθέστατητιςφιλομαθέστατες
Vocative φιλομαθέστατη φιλομαθέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοφιλομαθέστατοταφιλομαθέστατα
Genitiveτουφιλομαθέστατουτωνφιλομαθέστατων
Accusativeτοφιλομαθέστατοταφιλομαθέστατα
Vocative φιλομαθέστατο φιλομαθέστατα

Synonyms - Antonyms

φιλομαθής adj.

Sμελετηρός

Προθήματα - Επιθήματα

φιλο- [filo]

φιλό- [filó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
φιλ- [fil] και φίλ- [fíl] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο φίλος.

1. Υποστήριξη, εύνοια

Το φιλο- σχηματίζει λέξεις (συνήθως επίθετα) που δηλώνουν υποστήριξη ή εύνοια προς την ιδεολογία και τη συμπεριφορά που εκφράζει ένα πρόσωπο, ένας λαός, μια ομάδα ή ένα κίνημα. Για παράδειγμα, φιλεργατικός είναι αυτός που υποστηρίζει τους εργάτες και το εργατικό κίνημα· φιλοβασιλικός είναι αυτός που δείχνει εύνοια προς το θεσμό της βασιλείας.

φιλεργατικός, -ή, -ό, φιλοαμερικανικός, -ή, -ό, φιλοαμερικανός, -ή, -ό, φιλοαριστερός, -ή, -ό, φιλοβασιλικός, -ή, -ό, φιλολαϊκός, -ή, -ό, φιλομοναρχικός, -ή, -ό, φιλοναζί

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται συνήθως με το αντι-* (π.χ. φιλολαϊκόςαντιλαϊκός).

2. Θετική στάση, αγάπη

Το φιλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν αρέσκεια και αγάπη προς ένα πράγμα, μια ιδιότητα ή μια κατάσταση. Για παράδειγμα, στο φίλεργο άνθρωπο αρέσει η εργασία· η φιλοπατρία είναι η αγάπη για την πατρίδα.

φιλανθρωπία

φιλαλήθης, -ης, -ες

φιλοδοξώ

φιλαργυρία

φιλάνθρωπος, -η, -ο

φιλονικώ

φιλαρέσκεια

φιλάργυρος, -η, -ο

φιλοξενώ

φιλαρμονική

φιλάρεσκος, -η, -ο

φιλοσοφώ

φιλαυτία

φιλειρηνικός, -ή, -ό

φιλοτεχνώ

φιλέλληνας

φίλεργος, -η, -ο

φιλοτιμούμαι / φιλοτιμιέμαι

φιλοδοξία

φιλεύσπλαχνος, -η, -ο

φιλοδώρημα

φιλήδονος, -η, -ο

φιλολογία

φιλήσυχος, -η, -ο

φιλονικία

φιλόδοξος, -η, -ο

φιλοπατρία

φιλόζωος, -η, -ο

φιλοσοφία

φιλοθεάμων, -ων, -ον

φιλότιμο

φιλομαθής, -ής, -ές

φιλοτομαρισμός

φιλόξενος, -η, -ο

φιλοφρόνηση

φιλοπόλεμος, -η, -ο

φιλοπρόοδος, -η, -ο

φιλόπτωχος, -η, -ο

φιλότιμος, -η, -ο

φιλοχρήματος, -η, -ο

ΑΝΤ Κάποια αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μισο-* (π.χ. φιλέλληναςμισέλληνας).

✔ Διαφορετική είναι η σημασία των επιθέτων φιλάσθενος (= που αρρωσταίνει εύκολα), φιλόστοργος (= που νιώθει στοργή), φιλοπερίεργος (= που είναι υπερβολικά περίεργος).

-μαθ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -μαθ- αναφέρονται στη μάθηση, δηλ. στη διαδικασία και στον τρόπο απόκτησης της γνώσης.Το συστατικό -μαθ- προέρχεται από το ρήμα μανθάνω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-μάθεια [máθia]

Για παράδειγμα, η γαλλομάθεια είναι η καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας· η φιλομάθεια είναι η αγάπη για μάθηση.

αγγλομάθεια, αμάθεια, αρχαιομάθεια, γαλλομάθεια, ελληνομάθεια, ευρυμάθεια, ημιμάθεια, νομομάθεια, πολυμάθεια, ταχυμάθεια, φιλομάθεια, χρηστομάθεια

Επίθετα

-μαθής [maθís], -μαθής, -μαθές

Για παράδειγμα, ένας γλωσσομαθής γνωρίζει αρκετές ξένες γλώσσες.

αγγλομαθής, αμαθής, αρχαιομαθής, γαλλομαθής, γλωσσομαθής, ελληνομαθής, ευρυμαθής, ημιμαθής, νομομαθής, οψιμαθής, πολυμαθής, ταχυμαθής, φιλομαθής

-μάθητος [máθitos], -μάθητη, -μάθητο

Για παράδειγμα, κάτι δυσκολομάθητο είναι δύσκολο να το μάθει κανείς.

αμάθητος, δυσκολομάθητος, ευκολομάθητος, πρωτομάθητος

-μαθος [maθos], -μαθη, -μαθο

Για παράδειγμα, κάποιος είναι πολύμαθος όταν γνωρίζει πολλά πράγματα.

άμαθος, πολύμαθος, φιλόμαθος

✔ Υπάρχουν παράλληλοι τύποι σε -μαθής και σε -μαθος με παρόμοια σημασία (π.χ. φιλομαθής - φιλόμαθος, πολυμαθής - πολύμαθος).


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.