Lexiscope: τηλεφωνώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

τη-λε-φω-νώ

Morphology

τηλεφωνώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφωνώ & τηλεφωνάω oral. τηλεφωνάμε & τηλεφωνούμε
2ndτηλεφωνάς & τηλεφωνείςτηλεφωνάτε & τηλεφωνείτε
3rdτηλεφωνά & τηλεφωνεί & τηλεφωνάει oral. τηλεφωνούν & τηλεφωνάν oral. & τηλεφωνάνε oral. & τηλεφωνούνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndτηλεφώνα oral. τηλεφωνάτε & τηλεφωνείτε
Present-Participleτηλεφωνώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφώνησατηλεφωνήσαμε
2ndτηλεφώνησεςτηλεφωνήσατε
3rdτηλεφώνησετηλεφώνησαν & τηλεφωνήσαν oral. & τηλεφωνήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stτηλεφωνήσωτηλεφωνήσουμε & τηλεφωνήσομε dial.
2ndτηλεφωνήσειςτηλεφωνήσετε
3rdτηλεφωνήσειτηλεφωνήσουν & τηλεφωνήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndτηλεφώνησε & τηλεφώνα oral. τηλεφωνήσετε & τηλεφωνήστε
Simple past-Infinitiveτηλεφωνήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφωνούσα & τηλεφώναγα oral. τηλεφωνούσαμε & τηλεφωνάγαμε oral.
2ndτηλεφωνούσες & τηλεφώναγες oral. τηλεφωνούσατε & τηλεφωνάγατε oral.
3rdτηλεφωνούσε & τηλεφώναγε oral. τηλεφωνούσαν & τηλεφωνάγανε oral. & τηλεφωνούσανε oral. & τηλεφώναγαν oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφωνιέμαιτηλεφωνιόμαστε
2ndτηλεφωνιέσαιτηλεφωνιέστε & τηλεφωνιόσαστε oral.
3rdτηλεφωνιέταιτηλεφωνιούνται & τηλεφωνιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndτηλεφωνιέστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφωνήθηκατηλεφωνηθήκαμε
2ndτηλεφωνήθηκεςτηλεφωνηθήκατε
3rdτηλεφωνήθηκετηλεφωνήθηκαν & τηλεφωνηθήκαν oral. & τηλεφωνηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stτηλεφωνηθώτηλεφωνηθούμε
2ndτηλεφωνηθείςτηλεφωνηθείτε
3rdτηλεφωνηθείτηλεφωνηθούν & τηλεφωνηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndτηλεφωνήσουτηλεφωνηθείτε
Simple past-Infinitiveτηλεφωνηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stτηλεφωνιόμουν & τηλεφωνιόμουνα oral. τηλεφωνιόμασταν & τηλεφωνιόμαστε
2ndτηλεφωνιόσουν & τηλεφωνιόσουνα oral. τηλεφωνιόσασταν & τηλεφωνιόσαστε oral.
3rdτηλεφωνιόταν & τηλεφωνιότανε oral. τηλεφωνιούνταν & τηλεφωνιόνταν & τηλεφωνιόντανε oral. & τηλεφωνιόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleτηλεφωνημένος

Synonyms - Antonyms

τηλεφωνώ v.

  1. Sμιλάω στο τηλέφωνο
  2. Sπαίρνω24 oral, καλώ4

Προθήματα - Επιθήματα

τηλε- [tile]

τηλέ- [tilé] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
τηλ- [til] πριν από /ε/ ή /αι/ ή /α/

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα τήλε (= σε απόσταση, μακριά).

1. Μεγάλη απόσταση

Το τηλε- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που βρίσκεται σε απόσταση ή γίνεται από μακριά. Για παράδειγμα, το τηλεσκόπιο είναι ένα όργανο με το οποίο παρατηρούμε πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση.

τηλεβόας

τηλεκατευθυνόμενος, -η, -ο

τηλεγράφημα

τηλεπαθητικός, -ή, -ό

τηλεκοντρόλ

τηλεφωνικός, -ή, -ό

τηλεομοιοτυπία

τηλεχειριζόμενος, -η, -ο

τηλεομοιότυπο

τηλεπάθεια

τηλεπικοινωνία

τηλεσκόπιο

τηλεφακός

τηλέφωνο

τηλεχειριστήριο

✔ Κάποιες φορές το τηλε- δηλώνει επιπλέον ότι κάτι πραγματοποιείται εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνολογικών μέσων. Για παράδειγμα, η τηλεδιάγνωση είναι η ιατρική διάγνωση που γίνεται από απόσταση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών.

τηλεδιάσκεψη, τηλεϊατρική, τηλεματική, τηλεργασία, τηλετράπεζα

2. Αναφορά στην τηλεόραση

Το τηλε- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην τηλεόραση (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό télévision). Για παράδειγμα, τηλεθεατής είναι αυτός που παρακολουθεί μια τηλεοπτική εκπομπή· η τηλεταινία είναι μια ταινία γυρισμένη ειδικά για να προβληθεί στην τηλεόραση.

τηλεαγορά, τηλεδημοκρατία, τηλεθέαση, τηλεθεατής (θηλ. -τρια), τηλεκριτική, τηλεμαραθώνιος, τηλεμαχία, τηλενουβέλα, τηλεπαιχνίδι, τηλεπαράθυρο, τηλεπαρουσιαστής (θηλ. -τρια), τηλεπειρατεία, τηλεπεριοδικό, τηλεσκηνοθεσία, τηλεταινία, τηλεφημερίδα

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Συναντούμε τις λέξεις με το τηλε- άλλοτε με ενωτικό (τηλε-παράθυρο) και άλλοτε χωρίς ενωτικό (τηλεπαράθυρο).

▶ Πιο σπάνια, το τηλε- παραπέμπει στη σημασία και στην τεχνολογία του τηλεφώνου.

τηλεβοήθεια, τηλεειδοποίηση, τηλεκάρτα, τηλεπαρέα

-φων-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φων- αναφέρονται στη χρήση της φωνής, είτε για την εκφορά προφορικού λόγου και γνώμης είτε (σπανιότερα) για την εκφορά μουσικού λόγου.Το συστατικό -φων- προέρχεται από το ουσιαστικό φωνή. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φωνώ [fonó]

Για παράδειγμα, όταν μαγνητοφωνούμε κάποιον, καταγράφουμε τη φωνή του σε μαγνητική ταινία· όταν δύο άνθρωποι ομοφωνούν έχουν την ίδια γνώμη για κάτι.

αναφωνώ, αντιφωνώ, απομαγνητοφωνώ, βροντοφωνώ, διαφωνώ, εκφωνώ, μαγνητοφωνώ, ξεφωνώ, ομοφωνώ, παραφωνώ, προσφωνώ, συμφωνώ, τηλεφωνώ

Ουσιαστικά

-φώνημα [fónima]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνούμε σε κάποιον, τον καλούμε μέσω του τηλεφώνου.

αναφώνημα, εκφώνημα (γλωσσ.), επιφώνημα (γραμμ.), ξεφώνημα, τηλεφώνημα

-φώνηση [fónisi]

Για παράδειγμα, η εκφώνηση είναι η ενέργεια του εκφωνώ.

αντιφώνηση, απομαγνητοφώνηση, αποφώνηση, εκφώνηση, επιφώνηση (γραμμ.), μαγνητοφώνηση, προσφώνηση, συνεκφώνηση (γραμμ.)

-φωνία [fonía]

Για παράδειγμα, ορθοφωνία είναι η σωστή προφορά των λέξεων· διαφωνία είναι η διαφορά απόψεων για ένα θέμα.

αφωνία, διαφωνία, διφωνία, ευφωνία, κακοφωνία, καλλιφωνία, μονοφωνία, ομοφωνία, ορθοφωνία, παραφωνία, πολυφωνία, ραδιοφωνία, στερεοφωνία, συμφωνία, τετραφωνία, τηλεφωνία, τριφωνία

-φωνο [fono]

Για παράδειγμα, το τηλέφωνο είναι η συσκευή που επιτρέπει τη συνομιλία μεταξύ δύο ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση· το ξυλόφωνο είναι μουσικό όργανο που αποτελείται από λεπτές και παράλληλες ξύλινες πλάκες που παράγουν ήχο όταν τις χτυπάμε.

γραμμόφωνο, ημίφωνο (γλωσσ.), θυροτηλέφωνο, κασετόφωνο, μαγνητόφωνο, μεγάφωνο, μικρόφωνο, ξυλόφωνο, προσύμφωνο, ραδιοκασετόφωνο, ραδιόφωνο, σαξόφωνο, σύμφωνο (γλωσσ.), τηλέφωνο, φερέφωνο

✔ Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις προέρχονται από ξένες λέξεις με βʹ συστατικό -phone το οποίο προέρχεται από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής φωνή (π.χ. τηλέφωνο - αγγλ. telephone ή γαλλ. téléphone, μικρόφωνο - microphone, ραδιόφωνο - radiophone).

-φωνος [fonos] (αρσ. και θηλ.)

(μους.) Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο ύψος του τόνου στο οποίο μπορεί να τραγουδάει ένας τραγουδιστής της όπερας.

βαθύφωνος, μεσόφωνος, οξύφωνος, υψίφωνος

Επίθετα

-φωνος [fonos], -φωνη, -φωνο

Για παράδειγμα, ο παράφωνος δεν τραγουδάει σωστά, η φωνή του δεν έχει μουσική αρμονία· όταν μένουμε άφωνοι χάνουμε τη φωνή μας, δεν μπορούμε να μιλήσουμε (συνήθως από έκπληξη).

άφωνος, βαθύφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, μεγαλόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, πολύφωνος, σιγανόφωνος, χαμηλόφωνος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Για παράδειγμα, οι ελληνόφωνοι μιλούν ελληνικά.

αγγλόφωνος, αραβόφωνος, βλαχόφωνος, γαλλόφωνος, γερμανόφωνος, ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, τουρκόφωνος

4 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.