Lexiscope: σωσίβιο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

σω-σί-βι-ο

Morphology

σωσίβιο n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοσωσίβιοτασωσίβια
Genitiveτουσωσίβιου & σωσιβίου learn. τωνσωσίβιων & σωσιβίων learn.
Accusativeτοσωσίβιοτασωσίβια
Vocative σωσίβιο σωσίβια

σωσίβιος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσωσίβιοςοισωσίβιοι
Genitiveτουσωσίβιουτωνσωσίβιων
Accusativeτοσωσίβιοτουςσωσίβιους
Vocative σωσίβιε σωσίβιοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeησωσίβιαοισωσίβιες
Genitiveτηςσωσίβιαςτωνσωσίβιων
Accusativeτησωσίβιατιςσωσίβιες
Vocative σωσίβια σωσίβιες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσωσίβιοτασωσίβια
Genitiveτουσωσίβιουτωνσωσίβιων
Accusativeτοσωσίβιοτασωσίβια
Vocative σωσίβιο σωσίβια

Synonyms - Antonyms

σωσίβιο n.

Sκουλούρα1 oral

Προθήματα - Επιθήματα

-βι-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βι- αναφέρονται στον τρόπο διαβίωσης ή στη ζωή γενικά.Το συστατικό -βι- προέρχεται από το ουσιαστικό βίος (= ζωή). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-βιο [vio]

Για παράδειγμα, μικρόβιο είναι κάθε μικροοργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο και συνήθως προκαλεί μολυσματικές ασθένειες.

κοινόβιο, μικρόβιο, σωσίβιο

-βιος [vios] (θηλ. -βια)

Στον καθημερινό λόγο, λέξεις που περιέχουν το -βιος αναφέρονται σε κάποια χαρακτηριστική συνήθεια ή συμπεριφορά ενός προσώπου. Για παράδειγμα, ο μηχανόβιος είναι αυτός που κυκλοφορεί με μηχανή και κατ' επέκταση ντύνεται και φέρεται ανάλογα.

μηχανόβιος, μπαρόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκόβιος, ταβερνόβιος

Επίθετα

-βιος [vios], -βια, -βιο

Για παράδειγμα, ο αιωνόβιος πλάτανος ζει εκατό χρόνια και παραπάνω.

αιωνόβιος, βραχύβιος, ισόβιος, λαθρόβιος, μακρόβιος, ορεσίβιος, σωσίβιος, υπεραιωνόβιος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Ειδικότερα, επίθετα με το -βιος αναφέρονται στο μέρος ή στον τρόπο διαβίωσης ενός ζωντανού οργανισμού. Για παράδειγμα, τα υδρόβια πτηνά ζουν στο νερό, ενώ νυκτόβια είναι τα ζώα που βγαίνουν από τη φωλιά τους μόνο τη νύχτα.

αερόβιος (βιολ.), αμφίβιος, ελόβιος, ημερόβιος, λιμνόβιος, νυκτόβιος, σπηλαιόβιος, υδρόβιος

⇨ Από το ουσιαστικό βίος έχει σχηματιστεί και το αʹ συστατικό βιο-*.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.