Lexiscope: σφυρήλατος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

σφυ-ρή-λα-τος

Morphology

σφυρήλατος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοσφυρήλατοςοισφυρήλατοι
Genitiveτουσφυρήλατουτωνσφυρήλατων
Accusativeτοσφυρήλατοτουςσφυρήλατους
Vocative σφυρήλατε σφυρήλατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeησφυρήλατηοισφυρήλατες
Genitiveτηςσφυρήλατηςτωνσφυρήλατων
Accusativeτησφυρήλατητιςσφυρήλατες
Vocative σφυρήλατη σφυρήλατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοσφυρήλατοτασφυρήλατα
Genitiveτουσφυρήλατουτωνσφυρήλατων
Accusativeτοσφυρήλατοτασφυρήλατα
Vocative σφυρήλατο σφυρήλατα

Synonyms - Antonyms

σφυρήλατος adj.

  1. Sσφυρηλατημένος Aχυτός1, χωνευτός2
  2. Sφερφορζέ

Προθήματα - Επιθήματα

-ηλα-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ηλα- (-ηλασ- ή -ηλατ-) αναφέρονται στην κίνηση κάποιου προς ένα σημείο ή σκοπό.Το συστατικό -ηλα- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ελαύνω (= κινώ, οδηγώ). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ηλατώ [ilató]

Για παράδειγμα, κωπηλατώ σημαίνει τραβάω κουπί, ενώ σφυρηλατώ ένα κομμάτι μέταλλο σημαίνει του δίνω μορφή χτυπώντας το με σφυρί.

ιχνηλατώ, κωπηλατώ, λεηλατώ, οιστρηλατώ, ποδηλατώ, σφυρηλατώ

Ουσιαστικά

-ηλασία [ilasía]

Για παράδειγμα, με την κωπηλασία οδηγούμε βάρκα με κουπιά, ενώ με την ιχνηλασία ανακαλύπτουμε τα ίχνη που θα μας οδηγήσουν σε αυτό που ψάχνουμε.

ιππηλασία, ιχνηλασία, κωπηλασία, λεηλασία, ξενηλασία, οιστρηλασία, ποδηλασία, σφυρηλασία

-ηλάτης [ilátis]

Για παράδειγμα, ο αμαξηλάτης οδηγεί την άμαξα, ενώ ο στρατηλάτης οδηγεί το στράτευμα.

αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ιχνηλάτης, κωπηλάτης, ποδηλάτης, στρατηλάτης

✔ Το θηλυκό αυτών των ουσιαστικών, όταν υπάρχει, σχηματίζεται συνήθως σε -ηλάτισσα, σπανιότερα σε -ηλάτρια (π.χ. κωπηλάτης - κωπηλάτισσα, κωπηλάτρια).

Επίθετα

-ηλατικός [ilatikós], -ηλατική, -ηλατικό

Για παράδειγμα, ποδηλατικοί είναι οι αθλητικοί αγώνες ποδηλασίας.

ιχνηλατικός, κωπηλατικός, ποδηλατικός, στρατηλατικός

-ήλατος [ílatos], -ήλατη, -ήλατο

Για παράδειγμα, το τροχήλατο έπιπλο κινείται πάνω σε ρόδες (τροχούς), ενώ ένα ιππήλατο όχημα σέρνεται από άλογα (ίππους).

ατμήλατος, ιππήλατος, οιστρήλατος (λογοτ., αυτός που βρίσκεται σε συναισθηματική φόρτιση), σφυρήλατος, τροχήλατος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.