Lexiscope: συνυπολογίζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-νυ-πο-λο-γί-ζω

Morphology

συνυπολογίζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολογίζωσυνυπολογίζουμε & συνυπολογίζομε dial.
2ndσυνυπολογίζειςσυνυπολογίζετε
3rdσυνυπολογίζεισυνυπολογίζουν & συνυπολογίζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndσυνυπολόγιζεσυνυπολογίζετε
Present-Participleσυνυπολογίζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολόγισασυνυπολογίσαμε
2ndσυνυπολόγισεςσυνυπολογίσατε
3rdσυνυπολόγισεσυνυπολόγισαν & συνυπολογίσαν oral. & συνυπολογίσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυνυπολογίσωσυνυπολογίσουμε & συνυπολογίσομε dial.
2ndσυνυπολογίσειςσυνυπολογίσετε
3rdσυνυπολογίσεισυνυπολογίσουν & συνυπολογίσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυνυπολόγισεσυνυπολογίστε
Simple past-Infinitiveσυνυπολογίσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολόγιζασυνυπολογίζαμε
2ndσυνυπολόγιζεςσυνυπολογίζατε
3rdσυνυπολόγιζεσυνυπολόγιζαν & συνυπολογίζαν oral. & συνυπολογίζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολογίζομαισυνυπολογιζόμαστε
2ndσυνυπολογίζεσαισυνυπολογίζεστε & συνυπολογιζόσαστε oral.
3rdσυνυπολογίζεταισυνυπολογίζονται
Present-Imperative
Plural
2ndσυνυπολογίζεστε
Present-Participleσυνυπολογιζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολογίστηκα & συνυπολογίσθηκα learn. συνυπολογιστήκαμε & συνυπολογισθήκαμε learn.
2ndσυνυπολογίστηκες & συνυπολογίσθηκες learn. συνυπολογιστήκατε & συνυπολογισθήκατε learn.
3rdσυνυπολογίστηκε & συνυπολογίσθηκε learn. συνυπολογίστηκαν & συνυπολογίσθηκαν learn. & συνυπολογιστήκαν oral. & συνυπολογιστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυνυπολογιστώ & συνυπολογισθώ learn. συνυπολογιστούμε & συνυπολογισθούμε learn.
2ndσυνυπολογιστείς & συνυπολογισθείς learn. συνυπολογιστείτε & συνυπολογισθείτε learn.
3rdσυνυπολογιστεί & συνυπολογισθεί learn. συνυπολογιστούν & συνυπολογισθούν learn. & συνυπολογισθούνε learn. & συνυπολογιστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυνυπολογίσουσυνυπολογιστείτε & συνυπολογισθείτε learn.
Simple past-Infinitiveσυνυπολογιστεί & συνυπολογισθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυνυπολογιζόμουν & συνυπολογιζόμουνα oral. συνυπολογιζόμασταν & συνυπολογιζόμαστε
2ndσυνυπολογιζόσουν & συνυπολογιζόσουνα oral. συνυπολογιζόσασταν & συνυπολογιζόσαστε oral.
3rdσυνυπολογιζόταν & συνυπολογιζότανε oral. συνυπολογίζονταν & συνυπολογιζόντανε oral. & συνυπολογιζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleσυνυπολογισμένος

Synonyms - Antonyms

συνυπολογίζω v.

Sσυμπεριλαμβάνω: Στην τιμή συνυπολογίζω και το ΦΠΑ.


5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.