Lexiscope: συγκρατώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

συ-γκρα-τώ

Morphology

συγκρατώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυγκρατώσυγκρατούμε
2ndσυγκρατείςσυγκρατείτε
3rdσυγκρατείσυγκρατούν & συγκρατούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndσυγκρατείτε
Present-Participleσυγκρατώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυγκράτησασυγκρατήσαμε
2ndσυγκράτησεςσυγκρατήσατε
3rdσυγκράτησεσυγκράτησαν & συγκρατήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυγκρατήσωσυγκρατήσουμε & συγκρατήσομε dial.
2ndσυγκρατήσειςσυγκρατήσετε
3rdσυγκρατήσεισυγκρατήσουν & συγκρατήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυγκράτησεσυγκρατήσετε & συγκρατήστε
Simple past-Infinitiveσυγκρατήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυγκρατούσασυγκρατούσαμε
2ndσυγκρατούσεςσυγκρατούσατε
3rdσυγκρατούσεσυγκρατούσαν & συγκρατούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stσυγκρατιέμαι & συγκρατούμαισυγκρατιόμαστε & συγκρατούμαστε oral.
2ndσυγκρατείσαι & συγκρατιέσαισυγκρατείστε & συγκρατιέστε & συγκρατιόσαστε oral.
3rdσυγκρατείται & συγκρατιέταισυγκρατιούνται & συγκρατούνται & συγκρατιόνται oral.
Present-Imperative
Plural
2ndσυγκρατείστε & συγκρατιέστε
Present-Participleσυγκρατούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stσυγκρατήθηκασυγκρατηθήκαμε
2ndσυγκρατήθηκεςσυγκρατηθήκατε
3rdσυγκρατήθηκεσυγκρατήθηκαν & συγκρατηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stσυγκρατηθώσυγκρατηθούμε
2ndσυγκρατηθείςσυγκρατηθείτε
3rdσυγκρατηθείσυγκρατηθούν & συγκρατηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndσυγκρατήσουσυγκρατηθείτε
Simple past-Infinitiveσυγκρατηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stσυγκρατιόμουν & συγκρατιόμουνα oral. & συγκρατούμουν oral. συγκρατιόμασταν & συγκρατιόμαστε & συγκρατούμασταν oral. & συγκρατούμαστε oral.
2ndσυγκρατιόσουν & συγκρατιόσουνα oral. συγκρατιόσασταν & συγκρατιόσαστε oral.
3rdσυγκρατιόταν & συγκρατείτο learn. & συγκρατιότανε oral. & συγκρατούνταν oral. συγκρατιούνταν & συγκρατιόνταν & συγκρατούντο learn. & συγκρατιόντανε oral. & συγκρατιόντουσαν oral. & συγκρατούνταν oral.
Present Perfect-Participleσυγκρατημένος

Synonyms - Antonyms

συγκρατώ v.

  1. Sδιατηρώ, αναχαιτίζω2: Σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής είναι να συγκρατήσει σε λογικά επίπεδα τον πληθωρισμό.
  2. Sαποτρέπω1, κρατάω7, συμμαζεύω2: Τους συγκρατούσαμε να μην πιαστούν στα χέρια.
  3. Sελέγχω5, χαλιναγωγώ, κοντρολάρω oral: Προσπάθησε να συγκρατήσεις το θυμό σου.
  4. Sθυμάμαι1: Συγκρατούμε τα εξής σημεία από την ανάλυση του κειμένου. Aξεχνάω

συγκρατούμαι & oral συγκρατιέμαι

Sαυτοκυριαρχούμαι, κάνω κράτει oral

Προθήματα - Επιθήματα

συν- [sin]

σύν- [sín] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
συμ- [sim] και σύμ- [sím] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
συγ- [siŋ] και σύγ- [síŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
συλ- [sil] και σύλ- [síl] πριν από /λ/
συρ- [sir] και σύρ- [sír] πριν από /ρ/
συσ- [sis] και σύσ- [sís] πριν από /σ/
συ- [si] και σύ- [sí] πριν από /σ/ ή /ζ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση συν.

1. Από κοινού

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται από κοινού ή με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Για παράδειγμα, ο συγκατηγορούμενος κατηγορείται για κάτι που έκανε μαζί με κάποιον άλλο, ενώ ο συμπαρουσιαστής μιας τηλεοπτικής εκπομπής την παρουσιάζει μαζί με το βασικό παρουσιαστή.

συγκατηγορούμενος (θηλ. -η)

συγκυρίαρχος, -η, -ο

συγκατοικώ

συγκάτοικος

συγχαρητήριος, -α, -ο

συγκυβερνώ

συγκάτοχος

συλλυπητήριος, -α, -ο

συγχαίρω

συγκυριότητα

σύμφωνος, -η, -ο

συζώ

συγχαρητήρια

συλλυπούμαι

συλλαλητήριο

συμβαδίζω

συλλείτουργο

συμμετέχω

συλλυπητήρια

συμπλέω

συμμαθητής (θηλ. -τρια)

συμπράττω

συμπαρουσιαστής (θηλ. -τρια)

συμφωνώ

συμπολεμιστής (θηλ. -τρια)

συνεργάζομαι

σύμπραξη

συμπρωταγωνιστής (θηλ. -τρια)

συμφοιτητής (θηλ. -τρια)

συμφωνία

συνεργασία

συνεργάτης (θηλ. -ιδα)

συνιδιοκτήτης (θηλ. -τρια)

2. Κοινό χαρακτηριστικό

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα χαρακτηριστικό υπάρχει σε απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, δύο συνομήλικοι έχουν την ίδια ηλικία, ενώ δύο λέξεις είναι συνώνυμες όταν έχουν την ίδια σημασία.

σύγκριση

συγκαιρινός, -ή, -ό

συγκρίνω

συγχορδία (μουσ.)

σύγχρονος, -η, -ο

συγχρονίζω

συγχρονισμός

συμμετρικός, -ή, -ό

συμμετρία

συναφής, -ής, -ές

συνάφεια

συνομήλικος, -η, -ο

συνωνυμία

συνονόματος, -η, -ο

συνώνυμος, -η, -ο

3. Ένωση

Το συν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κτλ. σε έναν ορισμένο τόπο και συνήθως με ένα κοινό στόχο. Για παράδειγμα, η συγχώνευση δύο εταιρειών είναι η ένωσή τους σε μία νέα εταιρεία με κοινή διοίκηση· όταν γίνεται συνέλευση τα μέλη μιας ομάδας συγκεντρώνονται κάπου για να συζητήσουν και για να πάρουν αποφάσεις σχετικά με κάποιο θέμα που τους αφορά.

συγκέντρωση

συγκαλώ

συγκρότημα

συγκαταλέγω

συγκρότηση

συγκεντρώνω

συγχώνευση

συγκεφαλαιώνω

σύζευξη

συγκροτώ

σύνδεση

συγχωνεύω

σύνδεσμος

συλλέγω

συνέλευση

συμμαζεύω

συνεύρεση

συνδέω

συνομοσπονδία

συνενώνω

συντροφιά

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Κάποια ουσιαστικά με το συν- δηλώνουν στενούς δεσμούς μεταξύ προσώπων.

συγγενής, σύζυγος, σύντροφος

(ιατρ.) Το συν- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα μέλη του σώματος είναι ενωμένα λόγω παθολογικής αιτίας.

σύμμυση, συνδακτυλία, συνοστέωση

-κρατ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κρατ- δηλώνουν απόλυτη κυριαρχία.Το συστατικό -κρατ- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κρατώ (= έχω εξουσία). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-κρατώ [krató]

Για παράδειγμα, τρομοκρατεί αυτός που προσπαθεί να κυριαρχήσει με τον τρόμο και τη βία.

επικρατώ, κατακρατώ, παρακρατώ, προσωποκρατώ (σπάνιο), συγκρατώ, τρομοκρατώ

Ουσιαστικά

-κράτης [krátis] (σπάνια θηλ. -κράτισσα)

Για παράδειγμα, ο δημοκράτης υποστηρίζει τις αρχές και τους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος· ο φαλλοκράτης πιστεύει στην υπεροχή των αντρών και υποτιμάει τις γυναίκες.

αποικιοκράτης, αριστοκράτης, γραφειοκράτης, δημοκράτης, ευρωκράτης, κεφαλαιοκράτης, κοσμοκράτης, πλουτοκράτης, στρατοκράτης, τεχνοκράτης, τρομοκράτης, φαλλοκράτης

-κρατία [kratía]

Για παράδειγμα, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που στηρίζεται στην αρχή της κυριαρχίας της πλειοψηφίας· η γυναικοκρατία είναι η αριθμητική υπεροχή των γυναικών σε ορισμένο χώρο ή ομάδα.

ανδροκρατία, αξιοκρατία, αποικιοκρατία, αριστοκρατία, γραφειοκρατία, γυναικοκρατία, δημοκρατία, θαλασσοκρατία, θεοκρατία, κεφαλαιοκρατία, λαοκρατία, οχλοκρατία, πλουτοκρατία, στρατοκρατία, τεχνοκρατία, τρομοκρατία, φαλλοκρατία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

(φιλοσοφ.) Το -κρατία σχηματίζει λέξεις του φιλοσοφικού λεξιλογίου που δηλώνουν μία θεωρία ή ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην αποκλειστική επικράτηση ορισμένης έννοιας ή αρχής. Για παράδειγμα, η εμπειριοκρατία βασίζεται στην προσωπική εμπειρία και στα εμπειρικά δεδομένα.

αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία, βουλησιοκρατία, εμπειριοκρατία, εννοιοκρατία, νοησιοκρατία, ωφελιμοκρατία

⇨ Παρόμοια σημασία έχουν και οι σχηματισμοί σε -αρχία*.

(ιστορ.) Το -κρατία σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν συγκεκριμένη ιστορική περίοδο κυριαρχίας ενός λαού σε ορισμένη περιοχή (π.χ. Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία, Φραγκοκρατία).

-κρατορία [kratoría]

Για παράδειγμα, η αυτοκρατορία είναι το κράτος όπου την απόλυτη εξουσία έχει ο αυτοκράτορας.

αυτοκρατορία, θαλασσοκρατορία, κοσμοκρατορία, μονοκρατορία, παντοκρατορία

-κράτορας [krátoras] (θηλ. -κράτειρα)

Για παράδειγμα, αυτοκράτορας ήταν ο τίτλος του απόλυτου μονάρχη στην αρχαία Ρώμη και στο Βυζάντιο.

αυτοκράτορας, θαλασσοκράτορας, κλειδοκράτορας, κοσμοκράτορας, μονοκράτορας, παντοκράτορας

Επίθετα

-κρατορικός [kratorikós], -κρατορική, -κρατορικό

Για παράδειγμα ,ο αυτοκρατορικός θρόνος είναι ο θρόνος του αυτοκράτορα.

αυτοκρατορικός, θαλασσοκρατορικός, κοσμοκρατορικός, μονοκρατορικός, παντοκρατορικός

-κρατικός [kratikós], -κρατική, -κρατικό

Για παράδειγμα, όταν η επιλογή κάποιου γίνεται με αξιοκρατικά κριτήρια τότε αντικειμενικά είναι ο καλύτερος ή ικανότερος για τη συγκεκριμένη θέση· αποικιοκρατική είναι μια χώρα που έχει αποικίες.

αντιτρομοκρατικός, αξιοκρατικός, αποικιοκρατικός, αριστοκρατικός, γραφειοκρατικός, δημοκρατικός, θεοκρατικός, κεφαλαιοκρατικός, λαοκρατικός, πλουτοκρατικός, στρατοκρατικός, τεχνοκρατικός, τρομοκρατικός, φαλλοκρατικός

7 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.