Lexiscope: ρινόρροια

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ρι-νόρ-ροι-α

Morphology

ρινόρροια n. fem.

SingularPlural
Nominativeηρινόρροιαοιρινόρροιες
Genitiveτηςρινόρροιαςτωνρινορροιών
Accusativeτηρινόρροιατιςρινόρροιες
Vocative ρινόρροια ρινόρροιες

Προθήματα - Επιθήματα

-ρρο-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ρρο- δηλώνουν παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική ή υπερβολική ροή κάποιου υγρού.Το συστατικό -ρρο- προέρχεται από το ρήμα ρέω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ρροώ [roó]

Για παράδειγμα, όταν αιματορροώ τρέχει αίμα από κάποιο σημείο του σώματός μου, ενώ όταν ένα δέντρο φυλλορροεί ρίχνει τα φύλλα του.

εμμηνορροώ, πυορροώ, φυλλορροεί (για δέντρο)

Ουσιαστικά

-ρροια [ria]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η σιελόρροια είναι υπερβολική έκκριση σάλιου που οφείλεται σε παθολογικούς λόγους, ενώ η εμμηνόρροια δηλώνει τη φυσιολογική έμμηνη ρύση (περίοδο) της γυναίκας.

βλεννόρροια, γαλακτόρροια, διάρροια, δυσμηνόρροια, εμμηνόρροια, λευκόρροια, πυόρροια, ρινόρροια, σιελόρροια (σπανιότερα και σιαλόρροια), σμηγματόρροια, σπερματόρροια

✔ Στο γενικό λεξιλόγιο απαντούν και οι λέξεις απόρροια (= συνέπεια, επακόλουθο) και παλίρροια (= φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει με ορισμένη περιοδικότητα).

Επίθετα

-ρροϊκός [roikós], -ρροϊκή, -ρροϊκό

Για παράδειγμα, το παλιρροϊκό κύμα προκαλείται από την παλίρροια, το διαρροϊκό σύνδρομο συνδέεται με τη διάρροια, ενώ τα καταρροϊκά συμπτώματα αναφέρονται στην καταρροή.

βλενορροϊκός, διαρροϊκός, δυσμηνορροϊκός, εμμηνορροϊκός, καταρροϊκός, παλιρροϊκός, προεμμηνορροϊκός

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.