Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ρι-ζο-σπα-στι-κός
Morphology
ριζοσπαστικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ριζοσπαστικός | οι | ριζοσπαστικοί |
Genitive | του | ριζοσπαστικού | των | ριζοσπαστικών |
Accusative | το | ριζοσπαστικό | τους | ριζοσπαστικούς |
Vocative | | ριζοσπαστικέ | | ριζοσπαστικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ριζοσπαστική | οι | ριζοσπαστικές |
Genitive | της | ριζοσπαστικής | των | ριζοσπαστικών |
Accusative | τη | ριζοσπαστική | τις | ριζοσπαστικές |
Vocative | | ριζοσπαστική | | ριζοσπαστικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ριζοσπαστικό | τα | ριζοσπαστικά |
Genitive | του | ριζοσπαστικού | των | ριζοσπαστικών |
Accusative | το | ριζοσπαστικό | τα | ριζοσπαστικά |
Vocative | | ριζοσπαστικό | | ριζοσπαστικά |
|
ριζοσπαστικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ριζοσπαστικότερος | οι | ριζοσπαστικότεροι |
Genitive | του | ριζοσπαστικότερου | των | ριζοσπαστικότερων |
Accusative | το | ριζοσπαστικότερο | τους | ριζοσπαστικότερους |
Vocative | | ριζοσπαστικότερε | | ριζοσπαστικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ριζοσπαστικότερη | οι | ριζοσπαστικότερες |
Genitive | της | ριζοσπαστικότερης | των | ριζοσπαστικότερων |
Accusative | τη | ριζοσπαστικότερη | τις | ριζοσπαστικότερες |
Vocative | | ριζοσπαστικότερη | | ριζοσπαστικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ριζοσπαστικότερο | τα | ριζοσπαστικότερα |
Genitive | του | ριζοσπαστικότερου | των | ριζοσπαστικότερων |
Accusative | το | ριζοσπαστικότερο | τα | ριζοσπαστικότερα |
Vocative | | ριζοσπαστικότερο | | ριζοσπαστικότερα |
|
ριζοσπαστικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | ριζοσπαστικότατος | οι | ριζοσπαστικότατοι |
Genitive | του | ριζοσπαστικότατου | των | ριζοσπαστικότατων |
Accusative | το | ριζοσπαστικότατο | τους | ριζοσπαστικότατους |
Vocative | | ριζοσπαστικότατε | | ριζοσπαστικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | ριζοσπαστικότατη | οι | ριζοσπαστικότατες |
Genitive | της | ριζοσπαστικότατης | των | ριζοσπαστικότατων |
Accusative | τη | ριζοσπαστικότατη | τις | ριζοσπαστικότατες |
Vocative | | ριζοσπαστικότατη | | ριζοσπαστικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | ριζοσπαστικότατο | τα | ριζοσπαστικότατα |
Genitive | του | ριζοσπαστικότατου | των | ριζοσπαστικότατων |
Accusative | το | ριζοσπαστικότατο | τα | ριζοσπαστικότατα |
Vocative | | ριζοσπαστικότατο | | ριζοσπαστικότατα |
|
Synonyms - Antonyms
ριζοσπαστικός adj.
S: επαναστατικός1, νεοτεριστικός, πρωτοποριακός, προοδευτικός1 A: συντηρητικός
1 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.